Καθηγητής N. Χατζηαργυρίου: Στην Ευρώπη, δεν υπάρχει ουσιαστικά ιδιωτική πανεπιστημιακή εκπαίδευση, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων

Ο Φιλαδελφειώτης ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ έδωσε σήμερα συνέντευξη στο Dnews σχετικά με το νομοσχέδιο για την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, την οποία αναδημοσιεύουμε.

41

Το κύμα των αντιδράσεων γιγαντώνεται μέρα με τη μέρα με πλήθος πανεπιστημιακών καθηγητών να υπογράφουν κείμενο με το οποίο προειδοποιούν για την αντισυνταγματικότητα του νομοσχεδίου και δηλώνουν ότι ως δημόσιοι λειτουργοί θα προσφύγουν σε όλα τα επίπεδα και ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, αν αυτό νομοθετηθεί.

hatziargyriou dnews

Ο Νίκος Χατζηαργυρίου, Ομότιμος Καθηγητής της Σχολής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών ΕΜΠ, μιλώντας στο Dnews εξηγεί γιατί η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων στη χώρα μας δεν θα φέρει εξυγίανση στο χώρο της ακαδημαικής κοινότητας, παραθέτοντας παραδείγματα από την Ευρώπη αλλά και την Αμερική.

Μάλιστα όπως τονίζει τα ιδιωτικά ΑΕΙ των ΗΠΑ είναι μη κερδοσκοπικά και ως επί το πλείστον δημιουργήθηκαν από κληροδοτήματα, έχουν endowments, δηλαδή, περιουσιακά στοιχεία από δωρεές για τη λειτουργία τους της τάξης των δις δολαρίων και διοικούνται από επιτροπές με κριτήρια όχι ιδιωτικοοικονομικά.  Όπως προκύπτει εύλογα από τα λεγόμενα του η άποψη που ακούμε να αναπαράγεται αρκετά τα τελευταία χρόνια  ότι δηλαδή ”μόνο στην Ελλάδα δεν έχουμε ιδιωτικά πανεπιστήμια” κρύβει μια άγνοια σχετικά με την λειτουργία και την δομή των ιδιωτικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων στο εξωτερικό.

Σε δεύτερο επίπεδο μάλιστα ο καθηγητής Χατζηαργυρίου αντιπροτείνει την απόσυρση από το επίμαχο νομοσχέδιο των διατάξεων που σχετίζονται με την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων «Προκειμένου να διεξαχθεί εκτενής δημόσιος διάλογος ώστε να εξετασθεί η σκοπιμότητα ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων, διασφαλίζοντας την αποφυγή αρνητικών επιπτώσεων στην ανώτατη εκπαίδευση στη χώρα μας. Και προτείνει εμφαντικά να επαναδιατυπωθούν οι διατάξεις του νομοσχεδίου που αφορούν το Δημόσιο Πανεπιστήμιο προς την κατεύθυνση της ουσιαστικής ενίσχυσης της χρηματοδότησης του και του αυτοδιοίκητου των Ιδρυμάτων που το υπηρετούν».

Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια καταλαμβάνουν υψηλές θέσεις παγκοσμίως σε δείκτες αξιολόγησης παρά την πενιχρή χρηματοδότηση και την υποβάθμιση που υφίστανται δεκαετίες τώρα; Το παράδειγμα του Πολυτεχνείου που γνωρίζετε πολύ καλά αποτελεί ενδεικτικό του υψηλού επιπέδου σπουδών και του σημαντικού επιστημονικού έργου που συντελείται Θεωρείτε ότι θα βρεθεί κάποια αντίστοιχη ιδιωτική προσπάθεια που θα μπορέσει να δώσει στους φοιτητές ισάξιο αντικείμενο σπουδών με το δικό σας;

Είναι γεγονός ότι η χρηματοδότηση των Ελληνικών Πανεπιστημίων μειώνεται συνεχώς. Ενδεικτικά, όπως ανακοίνωσε τον Ιανουάριο του 2024 το Συμβούλιο Διοίκησης του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ), η κρατική χρηματοδότηση στο Ίδρυμα μειώθηκε την τελευταία 15ετία κατά 63.6%, (από 19.68 εκ. Ευρώ σε 7.17 εκ. Ευρώ), τα μέλη του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού (ΔΕΠ) μειώθηκαν κατά 36% (από 612 σε 391), ενώ ο αριθμός των εγγεγραμμένων σπουδαστών αυξήθηκε κατά 20.7% (από 20839 σε 25150).

Είναι προφανής η προσπάθεια που απαιτείται για να ανταπεξέλθουν οι διδάσκοντες στις ολοένα και επιδεινούμενες συνθήκες λειτουργίας αλλά και στις απαιτήσεις διδασκαλίας ταχύτατα εξελισσόμενων τεχνολογικών πεδίων. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να θυμηθούμε ότι τα ΑΕΙ δεν είναι μόνο κέντρα μετάδοσης γνώσης, αλλά και κέντρα δημιουργίας γνώσης μέσω της έρευνας που διεξάγουν. Επειδή οι εθνικοί πόροι που διατίθενται για την έρευνα είναι ελάχιστοι, το κύριο ποσοστό της χρηματοδότησης της, στο ΕΜΠ τουλάχιστον, προέρχεται από Ευρωπαϊκά κυρίως ερευνητικά προγράμματα.

Η διεκδίκηση των προγραμμάτων αυτών γίνεται μέσω εξαιρετικά ανταγωνιστικών διαγωνιστικών διαδικασιών απέναντι στα καλύτερα Πανεπιστήμια, οργανισμούς και εταιρείες τεχνολογικής αιχμής της Ευρώπης, και η προετοιμασία των σχετικών προτάσεων απαιτεί τεράστια προσπάθεια, χρόνο και τεχνογνωσία από τους διδάσκοντες – μέλη ΔΕΠ. Οι πόροι από τα ερευνητικά προγράμματα χρησιμοποιούνται για τις αμοιβές των ερευνητών και υποψηφίων διδακτόρων, τη συγγραφή δημοσιεύσεων, τη συμμετοχή σε συνέδρια και επιστημονικές συναντήσεις, την αγορά εξοπλισμού, κλπ. Χωρίς αυτή τη χρηματοδότηση θα ήταν αδύνατο να βρίσκεται το ΕΜΠ στις θέσεις που έχει σήμερα στις διεθνείς κατατάξεις.

Είναι εξαιρετικά απίθανο να υπάρξει κάποια ιδιωτική προσπάθεια που θα δώσει στους Έλληνες φοιτητές αντίστοιχου επιπέδου σπουδές. Παρά τα περί αντιθέτου γραφόμενα, η διεθνής εμπειρία για την ιδιωτική τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι αποκαλυπτική. Στην Ευρώπη, δεν υπάρχει ουσιαστικά ιδιωτική πανεπιστημιακή εκπαίδευση, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.

Τα ιδρύματα που υπάρχουν κυρίως σε Πορτογαλία, Ιταλία, Ισπανία, Μάλτα και Κύπρο, δεν χαίρουν εκτίμησης, ούτε είναι γνωστά. Αν ανατρέξει κανείς στις διεθνείς κατατάξεις, π.χ. στη διεθνή κατάταξη QS World Universities Ranking 2024 που περιλαμβάνει τα 1.500 κορυφαία πανεπιστήμια ανάμεσα στα 25.000 περίπου Πανεπιστήμια σε όλο τον κόσμο, θα βρει ότι στις πρώτες θέσεις της κατάταξης όλα τα Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια είναι δημόσια, π.χ. το TUM (Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Μονάχου), το Cambridge, το Oxford, το Imperial, το University of Manchester, το ETH (Ζυρίχη), το EPFL (Λωζάνη), το Paris Sciences et Lettres (PSL), το Delft (Ολλανδία), το Politechnico di Milano, κλπ. Το ΕΜΠ βρίσκεται στην 347 θέση, δηλαδή περίπου στο άνω τέταρτο των καλών Πανεπιστημίων διεθνώς.

Στη λίστα αυτή βρίσκει κανείς μόνο 9 Ιδιωτικά Πανεπιστήμια σε όλη την Ευρώπη σε θέσεις υψηλότερες από το Μετσόβιο. Τα περισσότερα από αυτά είναι Σχολές Οικονομικών και Business, δηλαδή σχολές χωρίς εργαστήρια με σοβαρό τεχνολογικό εξοπλισμό, και μόνο ένα εκπαιδεύει μηχανικούς σε αντίστοιχες ειδικότητες, είναι δηλαδή άμεσα συγκρίσιμο με το ΕΜΠ. Τα Βρετανικά Πανεπιστήμια έχουν εισάγει δίδακτρα, τα οποία στο παρελθόν καλύπτονταν από υποτροφίες, αλλά σήμερα πληρώνονται από τους σπουδαστές με δάνεια, τα οποία αποπληρώνονται μετά την αποφοίτηση κατά την επαγγελματική πορεία των σπουδαστών. Ενδεικτικά, ένας γιατρός βγαίνει στην εργασία με 60.000 λίρες χρέος. Ανεξάρτητα όμως από τις εξελίξεις στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Ανώτατη Εκπαίδευση στην Ευρώπη είναι πλην ελαχίστων εξαιρέσεων δημόσια από άποψη ιδιοκτησίας των ΑΕΙ.

Η ανώτατη εκπαίδευση στις ΗΠΑ περιλαμβάνει Πανεπιστήμια, 4-ετή κολλέγια και 2-ετή κολλέγια, τα οποία διακρίνονται σε δημόσια, ιδιωτικά-μη κερδοσκοπικά και ιδιωτικά-κερδοσκοπικά. Ενώ τα περισσότερα δημόσια πανεπιστήμια βρίσκονται ψηλά στις κατατάξεις, με μερικά στην πρώτη δεκάδα, π.χ. University of California, Berkley, το University of Michigan, U. Penn, τα περισσότερα ιδιωτικά είναι από τη μέση και κάτω με εξαίρεση ορισμένα κορυφαία πράγματι πανεπιστήμια, όπως το Harvard, MIT, Yale κτλ.

Από αυτά, τα γνωστά μεγάλα αμερικανικά ΑΕΙ (π.χ. Harvard) ξεκίνησαν ως εκκλησιαστικές σχολές υποστηριζόμενες (οικονομικά) από τις προτεσταντικές ή καθολικές εκκλησίες. Είναι εξαιρετικά απίθανο κάποιο από αυτά τα Πανεπιστήμια να ανοίξει παράρτημα στην Ελλάδα παρέχοντας σπουδές αντίστοιχες, με αυτές που παρέχει στη χώρα του. Δε βλέπω για ποιο λόγο να το κάνει. Με ποια λεφτά θα έκανε έρευνα; Τα γνωστά ΑΕΙ των ΗΠΑ έχουν endowment funds τα οποία δημιουργήθηκαν ύστερα από πολλά χρόνια είτε από τις Εκκλησίες, είτε από πολύ πλούσιους (κατά βάση άτεκνους) ευεργέτες. Για παράδειγμα το Harvard έχει απόθεμα 20 δισεκ. $ !

Ποια θα ήταν η δική σας πρόταση στον Υπουργό για την αναβάθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου ώστε να μην χρειαστεί η ίδρυση ιδιωτικών;

Δε νομίζω ότι η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων έχει κάποια σχέση με την αναβάθμιση των δημόσιων πανεπιστημίων. Το υπό συζήτηση νομοσχέδιο, το οποίο θεσμοθετεί την εγκατάσταση στη χώρα μας αλλοδαπών, μη κρατικών πανεπιστήμιων ιδιαιτέρως χαμηλών ακαδημαϊκών προσδοκιών, όχι μόνο δεν αναβαθμίζει τα δημόσια πανεπιστήμια, αλλά αντιθέτως δημιουργεί συνθήκες περαιτέρω υποβάθμισης τους. Τα υπό ίδρυση ιδρύματα δεν θα είναι ούτε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) ούτε Ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΙΔ), θα είναι Νομικά Πρόσωπα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΝΠΠΕ). Τα ΝΠΠΕ ιδρύονται με συμφωνίες πιστοποίησης ή δικαιόχρησης ακόμη και από μητρικά ιδρύματα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης με ελάχιστο αριθμός 3 σχολών (ακόμα και άσχετων μεταξύ τους), με 10 μέλη διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού ανά σχολή. Παρότι δε θα είναι μη-κερδοσκοπικού χαρακτήρα μπορεί να είναι παραρτήματα κερδοσκοπικών ιδρυμάτων!

Πέρα από το ζήτημα της ενδεχόμενης αντισυνταγματικότητας των σχετικών διατάξεων, για τις οποίες έχουν εκφραστεί σοβαρές επιφυλάξεις έως και διαφωνίες από ειδικούς, ας σταθούμε στην ουσία των προβλημάτων που δημιουργούνται:

• Αναγνωρίζονται σπουδές και πτυχία χωρίς ουσιαστικά κριτήρια, αφού κάθε ΝΠΠΕ χορηγεί στους αποφοίτους του τίτλο σπουδών του μητρικού ιδρύματος, ο οποίος αναγνωρίζεται από το Ελληνικό κράτος ως ισότιμος, αν περιλαμβάνεται στο Μητρώο του Διεπιστημονικού Οργανισμού Αναγνώρισης Ακαδημαϊκών Τίτλων (ΔΟΑΤΑΠ) (ακόμα και 3ετών σπουδών), χωρίς τη διαδικασία αναγνώρισης του τίτλου σπουδών από το ΔΟΑΤΑΠ. Ο έλεγχος και η πιστοποίηση των προγραμμάτων σπουδών γίνονται αποκλειστικά από το μητρικό ίδρυμα και όχι από την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) ή άλλους κρατικούς φορείς

• Εισάγονται διακρίσεις ως προς τον τρόπο εισαγωγής φοιτητών, αφού η εισαγωγή στα ΝΠΠΕ γίνεται με τέσσερις διαφορετικούς τρόπους, και μάλιστα με μόνο ένα εξ αυτών μέσω πανελληνίων εξετάσεων. Για κάποιους αρκεί η κατοχή ισότιμων απολυτηρίων τίτλων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ή προϋποθέσεις που ισχύουν για το μητρικό ίδρυμα. Ακόμα και ο τρόπος εισαγωγής μέσω πανελληνίων εξετάσεων, γίνεται με χαμηλότατη βάση εισαγωγής, ενιαία για όλα τα τμήματα.

• Οι ακαδημαϊκές προδιαγραφές για τα προσόντα, την επιλογή και την εξέλιξη του διδακτικού προσωπικού των ΝΠΠΕ είναι εξαιρετικά χαμηλά. Το μόνο ακαδημαϊκό προσόν που απαιτείται είναι η κατοχή διδακτορικού τίτλου και μάλιστα όχι από το σύνολο, αλλά από το 80% του προσωπικού. Αρκεί να αντιπαραβάλει κανείς τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα για την εκλογή ή εξέλιξη ενός μέλους ΔΕΠ στις Πανεπιστημιακές Σχολές της χώρας, για να αντιληφθεί σε ποιας ποιότητας «μη κρατική» ανώτατη εκπαίδευση οδηγεί το νομοσχέδιο.

Είναι εξαιρετικά αμφίβολη η δυνατότητα διεξαγωγής ποιοτικής έρευνας στα υπό ίδρυση ΝΠΠΕ. Η έλλειψη σχετικών προδιαγραφών, σε συνδυασμό με την επιτρεπόμενη διδακτική υπεραπασχόληση των καθηγητών τους (έως 12 ώρες εβδομαδιαίως), θα τα καταστήσει κυρίως εκπαιδευτήρια και όχι Πανεπιστήμια με τη διττή αποστολή της εκπαίδευσης και έρευνας.

Τα παραπάνω χαρακτηριστικά θα έχουν ως αποτέλεσμα την παραγωγή χαμηλής ποιότητας πτυχίων, ενδεχομένως σε μεγάλους αριθμούς σε βάθος χρόνου και θα εισαγάγουν ανισότητες και διακρίσεις στην ελληνική κοινωνία. Αναμένεται δε να προκαλέσουν αφαίμαξη φοιτητών και καθηγητών κυρίως από τα περιφερειακά, δημόσια πανεπιστήμια, με προφανείς επιπτώσεις κοινωνικής και εθνικής σημασίας (ιδιαίτερα σε συνδυασμό με τη δυνατότητα ίδρυσης ΝΠΠΕ ακόμη και από μητρικά ιδρύματα εκτός Ε.Ε., και χωρίς πρόβλεψη για τη γλώσσα διδασκαλίας).

Αυτό που θα πρότεινα θα ήταν η απόσυρση των διατάξεων που σχετίζονται με τα ΝΠΠΕ, προκειμένου να διεξαχθεί εκτενής δημόσιος διάλογος ώστε να εξετασθεί η σκοπιμότητα ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων, διασφαλίζοντας την αποφυγή αρνητικών επιπτώσεων στην ανώτατη εκπαίδευση στη χώρα μας. Και θα πρότεινα εμφαντικά να επαναδιατυπωθούν οι διατάξεις του νομοσχεδίου που αφορούν το Δημόσιο Πανεπιστήμιο προς την κατεύθυνση της ουσιαστικής ενίσχυσης της χρηματοδότησης του και του αυτοδιοίκητου των Ιδρυμάτων που το υπηρετούν.