Χάρης Χεϊζάνογλου: Το ψέμα και η αλήθεια μέσα στο “εθνικό φαντασιακό”…

72

Επιβεβαιώνω και εγώ ότι το Rap βγαίνει από την Ραπ-σωδία, μου το είπε πριν από χρόνια ένας ξάδελφος που έζησε για χρόνια στην Νέα Υόρκη. Είχε δουλέψει σαν λιμενεργάτης εκεί και έγραφε επάνω στα κιβώτια ΟΚ, δηλαδή “Όλα Καλά”…
 
Πέρα από το χιούμορ, με αφορμή και όχι με αιτία την ανοησία με την ραπ, σκέφτομαι ότι πιθανότατα δεν υπάρχει άλλος λαός που να έχει δομήσει το εθνικό του φαντασιακό τόσο πολύ πάνω σε τόσα πολλά αυτοαναφορικά μυθεύματα. Δεν υπάρχει λαός που να αποζητά τόσο έντονα την κολακεία και να δέχεται τόσο εύκολα τόσα πολλά και τόσο καταφανή ιστορικά ψεύδη. Άσε το “Όλα καλά” και την “Ραπ” και τις κατά καιρούς ανοησίες για τα αρχαία Ελληνικά.
 
Όλη η ταυτότητα του τόπου είναι αυτό το πράγμα, μια ιστορική κακοποίηση. Μια καταπάτηση της ιστορικής μνήμης και λογικής, ένα διαρκές ψέμα που κολακεύει μια ιστορική εθνική ταυτότητα η οποία είναι αμφίβολο αν υπάρχει με τον τρόπο που αυτή έχει δομηθεί και εγκατασταθεί στο συλλογικό φαντασιακό.
 
Γι’ αυτό και αν με ενοχλεί κάτι σε όλο αυτό, δεν είναι το λάθος με τη ραπ… Λάθος κάνει ο καθένας. Με ενοχλεί το πλαίσιο, και μέσα σε αυτό η ευκολία με την οποία διαρκώς λέγεται κάτι λάθος χωρίς ποτέ κανείς να το διορθώνει, χωρίς καν να επιχειρεί. Και με ενοχλεί η πρόθεση με την οποία γίνεται το λάθος, γιατί γίνεται πρόθεση. Και αυτή η πρόθεση είναι σε όλες τις περιπτώσεις και περίπου συστηματική η κολακεία του εθνικού φαντασιακού μας. Και είναι ακριβώς αυτή η ίδια πρόθεση που γεννά και την αγκύλωση όλων όσων παρακολουθούν το λάθος τη στιγμή που γίνεται αλλά δεν παρεμβαίνουν ποτέ για να προβούν σε διόρθωσή του.
 
Γιατί είναι μαγικό το πόσες τέτοιες ανοησίες λέγονται από δημόσιο βήμα για να κολακεύσουν το εθνικό φαντασιακό, και μάλιστα λέγονται μεγαλοφώνως. Και είναι ακόμα πιο μαγικό πόσο κανείς δεν είναι διατεθειμένος να πει “ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΑΝΟΗΣΙΑ”. Γιατί η ανοησία είναι συχνά βολική, και γιατί η πρόθεση της ανοησίας δεν είναι αθώα, ούτε απλά προϊόν λάθους.
 
Είναι πεποίθηση η ανοησία. Είναι η πεποίθηση ότι ο “σκοπός που αγιάζει τα μέσα” επιτρέπει να λέμε και χοντροκομμένες ανοησίες, είναι η πεποίθηση ότι η αλήθεια μπορεί να κατασκευάζεται, ακόμα και μέσα από ανοησίες, και να αποτελεί εργαλείο αν αυτό επιβάλλεται από έναν ανώτερο στόχο, ειδικά αν αυτός είναι εθνικός.
 
Ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης λεπτ. της Σχολής των Αθηνών του Ραφαήλ. Η χειρονομία του Αριστοτέλη προς τη γη αντιπροσωπεύει την αντίληψή του σχετικά με την απόκτηση της γνώσης μέσω της εμπειρικής παρατήρησης και των αισθήσεων. Στον αντίποδα ο Πλάτωνας δείχνει προς τον ουρανό, στον οποίο εδράζονται σύμφωνα με τον ίδιο οι Ιδέες.
 
Είναι ενδεχομένως αυτή η βολική εν προκειμένω Πλατωνική πεποίθηση, που μοιάζει να είναι εθνική πεποίθηση, ότι ζούμε μέσα σε μια αναπαράσταση, όλα είναι αναπαραστάσεις, και κάπου αλλού υπάρχει κάτι ανώτερο το οποίο συγκροτεί την έννοια της Αλήθειας, σε αντίθεση με την Αριστοτελική πεποίθηση ότι έξω από τη δική σου αλήθεια και τη δική μου αλήθεια υπάρχει Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, η πραγματική πραγματικότητα μέσα στην οποία κρίνονται και μετριούνται όλα.
 
Σε αυτό τον τόπο λοιπόν, αφού σκοτώσαμε τον Αριστοτέλη και διαλέξαμε τον Πλάτωνα για να ορίζει τί είναι Αλήθεια και ποια είναι η σχέση μας με αυτή, πλέον, είναι σαν να μην έχει καμία αξία η αλήθεια ως πραγματικότητα, παρά μόνο όταν βολεύει τα εθνικά αφηγήματα, τις μικρές αλήθειες και τα μυθεύματα που δομεί ο καθένας και τις οποίες καταλήγει να πιστεύει, ή και όχι, αλλά πάντως να τις υπερασπίζεται.
Και γι’ αυτό ακριβώς, είναι σαν να έχουμε φτιάξει ένα σπήλαιο, να έχουμε εγκλωβιστεί μέσα σε αυτό, και να νομίζουμε ότι αυτά που λέμε και μαντεύουμε βλέποντας τις σκιές από τον έξω κόσμο να πέφτουν στον τοίχο, τα οποία μάλιστα τα θεωρούμε σπουδαίες κουβέντες και μεγάλες εθνικές αλήθειες, ενέχουν κάποια μορφή οικουμενικότητας και αφορούν αυτούς που είναι έξω από αυτό, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι καν αληθή, και βεβαίως δεν ενδιαφέρουν και κανέναν έξω από το κλειστό εθνικό πλατωνικό σπήλαιό μας.
 
Είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε μέσα σε αυτό το πράγμα, σε κάποιο βαθμό και εξαιτίας των Σαββόπουλων (και της παρέας των νεο-ορθοδόξων με Ράμφους, Γιανναράδες κλπ), οι οποίοι αν και δεν κυριάρχησαν ακριβώς ως ρεύμα επέλεξαν να υπερασπίζονται αυτό το εθνικό σπήλαιο και αυτόν τον διαρκή και ομφαλοσκοπικό ελληνοκεντρισμό, ο οποίος μάλιστα δεν έχει καμία πραγματική σχέση με την ελληνικότητα, δεν έχει καμία σχέση με την ιστορική πραγματικότητα, με την καταγωγή του τόπου και του λαού που ζει σε αυτόν.
 
«Η Συκοφαντία του Απελλή», πίνακας του Σάντρο Μποτιτσέλι, Πινακοθήκη Ουφίτσι, Φλωρεντία (1494-1495). Αριστερά φαίνεται η Αλήθεια γυμνή.
 
Και νομίζω, ότι αν κανείς πραγματικά αγαπά αυτόν τον τόπο και τον λαό που κατοικεί σε αυτόν, αν αγαπά αυτή τη γλώσσα και αυτή την ιστορία, αντιλαμβάνεται ότι κουβαλάει ένα χρέος απέναντι στην Αλήθεια, ακριβώς επειδή η Αλήθεια, πριν από τη “ραπ”, το “οκ” και το “κιμονό”, είναι ελληνικής κατασκευής.
Λέει ο Αίσωπος ότι την Αλήθεια την έπλασε ο Προμηθέας από πηλό, αλλά πριν προλάβει να τη ζωντανέψει ο Δόλος έπλασε ένα ομοίωμα της. Όμως του τελείωσε ο πηλός και το άφησε χωρίς πόδια δίπλα στην Αλήθεια. Ο Προμηθέας ζωντάνεψε και τα δύο γλυπτά. Τότε η Αλήθεια περπάτησε ενώ αντίθετα το ομοίωμα του Δόλου δεν έκανε βήμα.