«Ρίζα μ΄ και στερέα μ΄»: Παρουσίαση του βιβλίου της Τάνιας Λαζαρίδου στο Ηράκλειο Αττικής, σε κλίμα συγκινησιακής φόρτισης

17

 

«Ρίζα μ΄ και στερέα μ΄»: Παρουσίαση του βιβλίου της Τάνιας Λαζαρίδου στο Ηράκλειο Αττικής, σε κλίμα συγκινησιακής φόρτισης

 

Σε μία ατμόσφαιρα συγκινησιακής φόρτισης πραγματοποιήθηκε στο Ηράκλειο Αττικής η παρουσίαση του βιβλίου «Ρίζα μ΄ και στερέα μ΄» της Τάνιας Λαζαρίδου.

Η συγγραφέας, παλαιότερα κάτοικος του Ηρακλείου Αττικής, γεννημένη στη Δράμα, και πρόσφυγας τρίτης γενιάς, έγραψε για το ταξίδι που πραγματοποίησε στη σημερινή Τουρκία, με ένα πολυσύνθετο τρόπο: Με μία λογοτεχνική σκοπιά, με μία οδοιπορική διάσταση, με μία ιστορική παρουσίαση, και τελικά, συνολικά, με μία προσωπική κατάθεση ψυχής.

Την παρουσίαση της Παρασκευής 5 Δεκεμβρίου διοργάνωσε η  Αδελφότητα Προκοπιέων ο «Όσιος Ιωάννης ο Ρώσσος» Αθηνών – Πειραιώς – Περιχώρων με τη συμμετοχή του Συλλόγου Ποντίων Νέας Φιλαδέλφειας «Δημήτριος Υψηλάντης».

Στην εκδήλωση, μεταξύ άλλων, παρευρέθηκε και χαιρέτησε ο Μητροπολίτης Νέας Ιωνίας Γαβριήλ, ο οποίος από το 2014 που ήρθε στη Μητρόπολη, δίνει πολύ μεγάλο βάρος στην ανάδειξη της ιστορίας του Μικρασιατικού Ελληνισμού. 

Το βιβλίο παρουσιάστηκε μέσα τις ομιλίες του δρ. Βλάση Αγτζίδη, ιστορικού και συγγραφέα και της Γεωργίας Λαγουμτζή, καθηγήτριας κοινωνιολογίας, ενώ αποσπάσματα διάβασαν η ίδια η συγγραφέας, καθώς και η συνοδοιπόρος της Σεβαστή Σαπνά.

Ενδιάμεσα γέμιζαν την αίθουσα μελωδίες από την Σοφία Γιαννακού στο σαντούρι και τους Βαλέριο Βασιλειάδη και Γιάννη Παπαδόπουλο στην ποντιακή λύρα, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα μνήμης και συγκίνησης, όπου ο λόγος συνάντησε τη μουσική παράδοση.

Οι διοργανωτές

Η παρουσίαση ξεκίνησε με τη “ψυχή” της εκδήλωσης, την πρόεδρο της Αδελφότητας Προκοπιαίων, Βιβή Σαραντίδου. Όπως σημείωσε μεταξύ άλλων «το βιβλίο που παρουσιάζουμε απόψε δεν είναι λογοτεχνικό, δεν είναι ιστορικό. Δεν είναι το βιβλίο. Είναι μια πρόσκληση σε ένα βαθύ συγκινητικό ταξίδι. Είναι ένα προσκύνημα. Είναι ένα προσκύνημα προς τις πατρίδες της καρδιάς μας, στην άλλην πλευρά του Αιγαίου, εκεί όπου κάποτε έσφυζε ο Ελληνισμός και η Χριστιανοσύνη».

Στη συνέχεια πήρε τον λόγο ο πρόεδρος του Συλλόγου Ποντίων Νέας Φιλαδέλφειας, Γιώργος Ουσταμπασίδης, ο οποίος ανέφερε ότι «οι λυράρηδές μας συνοδεύουν σήμερα την εκδήλωση. Οι συμμετέχοντες θα μας ταξιδέψουν σ αυτό το όμορφο οδοιπορικό του βιβλίου και ο σύλλογός μας πάντα στηρίζει τέτοιες εκδηλώσεις, επομένως ήταν υποχρέωσή μας να ανταποκριθούμε».

Συγκίνηση

Ένα από τα αποσπάσματα που διάβασε η Σεβαστή Σαπνά, προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση και συγκεκριμένα αυτό στη σελίδα 121 του βιβλίου και στο κεφάλαιο «Μοσχοβόλησε Θεό»: «Λίγα χιλιόμετρα παρακάτω ξαναβλέπουμε το χάλασμα φευγαλέα, μισοκρυμμένο μες στη βλάστηση. Δυο μεγάλες καμάρες χάσκουν. Είναι σίγουρα εκκλησία… Χώνω το χέρι μου βαθιά στην τσάντα ψάχνοντας το χαρτάκι. Τώρα είναι η ώρα, σκέφτομαι…

Περνάμε το μικρό γεφυράκι πάνω από τον αφρισμένο κι ορμητικό Πυξίτη και σε λίγο ο δρόμος σταματά. Αφήνουμε το αυτοκίνητο και κινούμε με τα πόδια. Βαδίζουμε μέσα από φουντουκλούκια κι η πρωινή δροσιά πάνω στα χόρτα, βρέχει τα πόδια μας. Μέχρι να φτάσουμε, βάζω στο κινητό μου τον ύμνο της Παναγίας, «Αγνή Παρθένε Δέσποινα».

Η κρυστάλλινη βυζαντινή ψαλμωδία κάνει αντίλαλο στους έρημους μουχλιασμένους τοίχους, στους μαυρισμένους θόλους, στα παράθυρα που χάσκουν κάνοντάς τα ν’ αναριγούν. Όσο κι αν ψάχνω στην μεγαλόπρεπη εκκλησία να ανακαλύψω κάποιο ίχνος της ταυτότητάς της, δεν βλέπω κανένα σημάδι… κανένα υπόλειμμα αγιογραφίας. Ούτε καν ψηλά στον τρούλο! Στο πάτωμα στοίβες πέτρες, χώματα και σκουπίδια. Πάνω σε μια πλατιά πέτρα ανάβω το καρβουνάκι και ακουμπώ πάνω του το θυμίαμα. Πυκνός ο αρωματισμένος καπνός σκορπίζεται σε κάθε γωνιά της μισογκρεμισμένης εκκλησιάς κι εγώ σταυρώνω το σημείο της Ωραίας Πύλης…

Μια ακόμη εκκλησία ανώνυμη, απογυμνωμένη από την ταυτότητάς της. Ένα πέτρινο κουφάρι που σήμερα το πρωί, έτσι αναπάντεχα ήρθαμε να του θυμίζουμε αυτό που ήταν κάποτε. Ένας αγιασμένος τόπος προσευχής, σεβασμού και λατρείας. «Υψηλοτέρα Ουρανών ακτίνων λαμπροτέρα»…

Θολώνουν τα μάτια, η σκέψη βαριά χάνεται. Γυρνά πίσω στα χρόνια και τα ίχνη των προγόνων. Στα πατήματα αυτών που διώχτηκαν και ξεριζώθηκαν βίαια. Δεν είναι άγνωστοι. Έχουν ονόματα, επώνυμα, ιδιότητες. Είναι οι ρίζες μου. Ξέρω ότι με περιμένουν. Ξέρω ότι ζητούν από μένα να μη ανασπάλω. Οι φωνές τους βοούν μέσα μου. Ζητούν να μιλήσουν μέσα από μένα. Να μιλήσουν αυτοί, που όσο ζούσαν δεν μίλησαν, να ακουστεί ο αλάλητος καημός ενός κόσμου που χάθηκε.

Τα ταφία τους έχουν χαθεί, τους κατά πιε η γη τους. Είναι αναπαυμένοι παντού! Μνημονεύω τα ονόματά τους ένα προς ένα. Η ψυχή μου όμως ραγίζει στο όνομα του τελευταίου άκλαυτου νεκρού, που ακούμπησαν οι δικοί μου σ’ αυτήν τη γη. Στάθιος ο Δέσκαλον.

«…η μακριά αποστεωμένη φιγούρα βαθιά στην αγκαλιά της ψυχής μου, κουνιέται ελαφρά. «Ποιος είναι αυτός που με φωνάζει; ποιος θυμάται ακόμη το όνομά μου; έχει περάσει τόσος καιρός… ούτε θυμάμαι πόσος! Θυμάμαι μόνο πόνο, πολύ πόνο, στο σώμα και στην ψυχή. Με αφήσαν εδώ και κανένας αναστεναγμός, καμιά αναπνοή, καμία φωνή, καμιά κραυγή δεν ακούστηκε από τότε… μα πού πήγαν όλοι αυτοί του πάνω κόσμου;

Καλότυχοι οι νεκροί κι αναπαυμένοι που λησμονάνε την πίκρα του κόσμου…

Ακουμπισμένη στο κάθισμα του αυτοκινήτου που κατευθύνεται βόρεια, προς Τραπεζούντα, νιώθω την καρδιά μου άδεια. Αφήνω την πατρίδα της καρδιάς μου και η λύπη μου είναι μεγάλη.

Μόνο αρκετή ώρα μετά συνειδητοποιώ τη βαρύτητα της ημέρας! Είναι το Ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής σήμερα κι ένα τρανό μνημόσυνο στους κεκοιμημένους μας έγινε πριν λίγο… Χωρίς πιάτο με καλοστολισμένα κόλλυβα. Μόνο μ’ ένα καρβουνάκι και λίγους κόκκους θυμίαμα. Φερμένα από δυόμισι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά…».

 

Βλάσης Αγτζίδης: «Είναι ένα θαυμάσιο περιηγητικό κείμενο το οποίο όμως έχει πάρα πολλές λογοτεχνικές αρετές και μια πλήρη ιστορική γνώση»

Η προσφορά του διδάκτορα Σύγχρονης Ιστορίας, ιστορικού και συγγραφέα, Βλάση Αγτζίδη, στη συστηματική έρευνα και ανάδειξη της ιστορίας του σοβιετικού ελληνισμού, του ποντιακού ελληνισμού και της Μικρασιατικής Καταστροφής είναι αδιαμφισβήτητη και η τοποθέτησή του στην παρουσίαση του βιβλίου, φώτισε ακριβώς αυτές τις πτυχές.

Όπως υπογράμμισε μεταξύ άλλων, αναφερόμενος στο βιβλίο, «είναι ένα θαυμάσιο περιηγητικό κείμενο το οποίο όμως έχει πάρα πολλές λογοτεχνικές αρετές και μια πλήρη ιστορική γνώση. Δηλαδή, όποιος θέλει να περιηγηθεί ξανά το χώρο της Μικράς Ασίας, της Καππαδοκίας, του Πόντου, αξίζει να πάρει αυτό το βιβλίο μόνο και μόνο για να καταλάβει αφενός το τι σημαίνει ο κάθε τόπος… … Τελειώνοντας όλη αυτή την αφήγηση, λέει, δεν πήγα στην Τουρκία, δεν πήγα ταξίδι εν αναψυχής, Χατζηλίκι έκανα.

Για φανταστείτε τι βαριά έκφραση είναι αυτή, ότι για μας όλο αυτό, όλα αυτά τα μέρη, όλα αυτά οι τοποθεσίες, δεν είναι μια απλή τουριστική περιήγηση ή άντε μια ανάμνηση κάποιων παλιών προγόνων που πέρασαν και από εκεί.

Είναι μια βαθύτατη υπαρξιακή ανάγκη που πρέπει να τονιστεί. Δηλαδή η δικιά μας Ιερουσαλήμ ή η δικιά μας Μέκκα είναι οι πατρίδες της καθ’ ημάς Ανατολής. Το λέει με τόσο ποιητικό και όμορφο τρόπο που εμένα πραγματικά με συγκίνησε».

Αναφερόμενος στην ιστορική διάσταση των γεγονότων του ξεριζωμού, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά, υπογράμμισε πως «το τραύμα ήταν δυνατό. Ένας ελληνισμός ξεριζώνεται. Ξεριζώνεται έχοντας μια σχέση εντοπιότητας από πατρίδες χιλιόχρονες, υπερχιλιόχρονες. Και ξεριζώνεται με έναν εξαιρετικά βίαιο τρόπο, είτε με την καταστροφή και με τη σφαγή, όπως θα συμβεί στις περιοχές της δυτικής Μικράς Ασίας, της Ιωνίας και στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, του Πόντου, είτε με τον επίσης οδυνηρό τρόπο της ανταλλαγής, όπως θα γίνει κυρίως με την Καππαδοκία.

Δεν είναι μια απλή διαδικασία του να αλλάζεις έναν τόπο και να πας πού; Να πας σε έναν άγνωστο τόπο. Σε έναν τόπο που τελικά αποδεικνύεται άξενος, τουλάχιστον τις πρώτες δεκαετίες. Πολιτισμικά, γεωγραφικά. Είναι κάτι διαφορετικό αυτό που έχεις εσύ εντυπώσει μέσα σου ως πατρίδα, ως γενέθλιος τόπος.

Οι άνθρωποι που έρχονται εδώ, σαφώς κουβαλούν ένα τρομερό τραύμα. Αυτό το ζήσαμε όσοι μεγάλωσαν με γιαγιάδες και παππούδες, αυτό το έζησαν. Όταν ακόμα και 70 χρόνια μετά έλεγαν η πατρίδα και φυσικά δεν εννοούσαν τα Βαλκάνια, αλλά τους μικρασιατικούς και ποντιακούς τόπους. Αυτό που θα άξιζε να πούμε, έτσι να δώσουμε κάποια περισσότερα στοιχεία, για να καταλάβουμε την ένταση της εποχής εκείνης, η οποία αποσιωπήθηκε».

 

Γεωργία Λαγουμτζή: «Το οδοιπορικό της, έχει άμεση σχέση, όχι μόνο με τις ιστορικές πηγές, αλλά και με τη διαμόρφωση της μνήμης, για τις γενιές που έρχονται»

Στον σχολιασμό της, η καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος, Γεωργία Λαγουμτζή έκανε μεταξύ άλλων τη σύνδεση με την κοινωνιολογική διάσταση των γενεών, σε σχέση με τον ξεριζωμό.

Όπως είπε αναφερόμενη στο βιβλίο «Το ταξίδι της συγγραφέως είναι ένα ταξίδι στους τόπους της μνήμης, ατομικής και ταυτόχρονα συλλογικής και ως τέτοιο είναι πολύτιμο για όλους εμάς που βρισκόμαστε σήμερα εδώ, ως μάρτυρες και συνοδοιπόροι στη μνήμη που πεισματικά εμμένει κόντρα στη λήθη… … η μνήμη είναι συνυφασμένη με τα προσωπικά συναισθήματα και ένα ακόμα χάρισμα αυτού του βιβλίου είναι ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας τα μοιράζεται με τον αναγνώστη στο πλαίσιο μιας μοναδικής προφορικής ιστορίας του συλλογικού τραύματος της Μικρασιατικής Καταστροφής».

 

Μητροπολίτης Νέας Ιωνίας Γαβριήλ: «Προσπαθούμε να κρατήσουμε τη μνήμη ζωντανή, κυρίως για αυτούς που έρχονται, για τα νεότερα μέλη, για τα νέα παιδιά»

 Ο Μητροπολίτης Νέας Ιωνίας στον χαιρετισμό του, εξέφρασε αρχικά τα συγχαρητήρια του στους δύο συλλόγους, την Αδελφότητα Προκοπιαίων και το Σύλλογο Ποντίων Νέας Φιλαδέλφειας, για τη διοργάνωση της παρουσίασης του βιβλίου, ενώ έδωσε και τα θερμά του συγχαρητήρια στη συγγραφέα, Τάνια Λαζαρίδου. 

Όπως τόνισε «θέλω κι εγώ να υπογραμμίσω ότι από όλα όσα άκουσα, όσα αποσπάσματα, δεν είναι μόνο μια αφήγηση, αλλά έχει και στοιχεία ποιητικά, έχει και στοιχεία λογοτεχνικά. Καταφέρατε, λοιπόν, να παραδώσετε στην βιβλιογραφία ένα πόνημα, που έχει όλα τα στοιχεία που θα ήθελε να έχει ένας συγγραφέας.

Θα ήθελα να κάνω μόνο το εξής σχόλιο, γιατί άκουσα συχνά τη λέξη ταυτότητα και θεωρώ ότι αυτό είναι το σημαντικότερο που θέλουμε να κρατήσουμε όλοι μας, ύστερα από κάθε τέτοια εκδήλωση, δραστηριότητα και πρωτοβουλία.

Στην τοπική μας εκκλησία, έχουμε τη μεγάλη αυτή περηφάνεια, και ταυτόχρονα τη μεγάλη ευθύνη, είμαστε μια προσφυγική Μητρόπολη. Μια Μητρόπολη, η οποία ως επί το πλείστον, η βασική της ρίζα, ο βασικός της πυλώνας, είναι ο μικρασιατικός πολιτισμός, μέσα από όλες τις περιοχές της Μικράς Ασίας, του Πόντου, της ανατολικής Θράκης, οι οποίες συγκροτούν τη Μητρόπολη Νέας Ιωνίας, Φιλαδελφείας, Ηρακλείου και Χαλκηδόνος.

Τόσο η Μητρόπολη, όσο και η τοπική αυτοδιοίκηση αλλά και κάθε σύλλογος πολιτιστικός μικρασιατικός και μή, προσπαθούν όλες αυτές τις δεκαετίες να κρατήσουν τη μνήμη ζωντανή, κυρίως για αυτούς που έρχονται, για τα νεότερα μέλη, για τα νέα παιδιά.

Εδώ, λοιπόν, θέλω να υπογραμμίσω το ρόλο της ταυτότητας και να πω ότι αυτό που κάνατε απόψε είναι μια εξίσου σημαντική προσπάθεια να βοηθηθεί ένας νέος άνθρωπος, μια νέα κοπέλα, ένα νέο αγόρι, να καταλάβει τι σημαίνει στο 2025 να είσαι Έλληνας… …σας συγχαίρω για αυτή σας την προσπάθεια, για τη συγγραφική σας δεινότητα και δεν έχω τίποτα να πω, παρά με την σειρά μου να ευχηθώ, αυτό το πόνημα να είναι καλοτάξιδο, για να μπορέσουμε όλοι μας να ανακαλύψουμε ο καθένας από το δικό του μετερίζι, την ταυτότητά μας, η οποία είναι ελληνική, η οποία είναι χριστιανική, η οποία είναι σε εμάς μικρασιάτικη».

 

Τάνια Λαζαρίδου: «Αυτό το βιβλίο λοιπόν είναι μια προσωπική αναζήτηση της ταυτότητας»

Η ίδια η συγγραφέας μίλησε για τον εαυτό της, στο τέλος της εκδήλωσης. Όπως είπε «είμαι απόγονος προσφύγων από τα παράλια της Βιθυνίας και από τον Πόντο. Εκατό χρόνια μετά και ενώ η δεύτερη γενιά προσφύγων, οι γονείς μας δηλαδή, σιγά – σιγά εκλείπουν, γίναμε εμείς η τρίτη γενιά, οι παραλήπτες της πολιτισμικής κληρονομιάς και της ιστορίας των προσφύγων προγόνων μας.

Και σήμερα έχουμε συγκεντρωθεί εδώ και μιλάμε για ένα βιβλίο. Ένα οδοιπορικό, μια επιστροφή, μια αναζήτηση στον χώρο της Μικράς Ασίας, ένα παιχνίδι με το χρόνο και ένα βαθύ εσωτερικό ταξίδι στον εαυτό μας.

Τι σημαίνει απόγονος τρίτης γενιάς; Ποιοι είμαστε; Τι κουβαλάμε από το παρελθόν των προγόνων μας; Είναι διακριτό σε εμάς έναν αιώνα μετά;

Γεννήθηκα στη Δράμα, την ακριτική Δράμα και μεγάλωσα με την ιδέα του ξεριζωμού και το τραύμα της απώλειας σε ένα αμιγώς προσφυγικό περιβάλλον, με τα ιδιαίτερα φαγητά, τα μελωδικά τραγούδια και τις μακρόσυρτες μουσικές.

Και τις γιαγιάδες όμως να μιλούν λέξεις που δεν μου τις δίδαξε ποτέ κανένα σχολείο. Η μία γλώσσα, αυτή των μικρασιατικών παραλίων, χαριτωμένη και λίγο αστεία.

Η άλλη, η αρχαιοπρεπής, βαριά, κοφτή. Και ανάμεσά τους έναν μικρό κορίτσι να κουβαλά σαν βαρύ φορτίο για ένα παιδάκι που νηπιαγωγείου, το πιο απλό, το όνομά του.

Που όμως παρέπεμπε στην κραταιά Οθωμανική αυτοκρατορία και τους τίτλους της. Με βάπτισαν Σουλτάνα. Ο ανώτερος τίτλος τιμής στη αυλή της Υψηλής Πύλης. Δύναμη, σοφία, σεβασμός.

Για τους Χριστιανούς όμως που ζούσαν στη μουσουλμανική χώρα, το όνομα αυτό συμβόλισε μια ανώτερη γυναίκα, την Παναγία. Το όνομα αυτό λοιπόν μου δόθηκε από τους γονείς μου, τιμώντας έτσι τη μία γιαγιά μου. Και υπήρξε για μένα το προσωπικό μικρασιατικό μου τραύμα.

Όμως αυτό το όνομά μαζί με όλα τα πολιτισμικά μου χαρακτηριστικά, μεγάλη πια θα με ένωναν με τις ρίζες μου. Γιατί κατάλαβα ότι ο ξεριζωμός δεν τελειώνει με την απώλεια, αλλά με την επιστροφή. Και όταν ένας απόγονος γυρίσει να θυμηθεί, τότε η ιστορία ξαναγίνεται πατρίδα.

Αυτό το βιβλίο λοιπόν είναι μια προσωπική αναζήτηση της ταυτότητας, μια επιστροφή στους τόπους καταγωγής, στις πατρίδες της καρδιάς μας».