Ο Ιούλιος του 2025 έφερε ξανά την πραγματικότητα στο προσκήνιο: η Eurostat κατέγραψε πληθωρισμό 3,7% στην Ελλάδα, τον όγδοο υψηλότερο στην ΕΕ, με τον μέσο όρο της ευρωζώνης να βρίσκεται μόλις στο 2%. Τα κυβερνητικά αφηγήματα περί «σταθερής βελτίωσης» του βιοτικού επιπέδου αποδεικνύονται κενά συνθήματα, όταν η καθημερινότητα των πολιτών συνθλίβεται ανάμεσα σε ακριβότερα τρόφιμα, ακριβότερες υπηρεσίες και στάσιμους μισθούς.
Την ίδια ώρα που οι δείκτες της ακρίβειας φουντώνουν, η κυβέρνηση επιλέγει να πανηγυρίζει για «υπερπλεονάσματα». Πλεονάσματα που δεν προέκυψαν από «καλή διαχείριση», αλλά από τη μη μείωση του ΦΠΑ και από τη διατήρηση μιας φορολογικής πολιτικής που φορτώνει το βάρος στα νοικοκυριά. Κι όμως, αντί η δημοσιονομική αυτή «ανάσα», μετρημένη σε αρκετά δισεκατομμύρια, να μετατραπεί σε πραγματική ελάφρυνση για τους πολίτες, επιστρέφει υπό τη μορφή επικοινωνιακών «πακέτων» εξαγγελιών στη ΔΕΘ: εφάπαξ μπόνους 250 ευρώ σε λιγότερους από τους μισούς συνταξιούχους (σύμφωνα με διαρροές μέχρι νεοτέρας).
Μέτρα, σταγόνα στον ωκεανό, που δεν αλλάζουν την καθημερινότητα της μεγάλης πλειοψηφίας. Διότι όταν οι τιμές των βασικών αγαθών ανεβαίνουν μήνα με τον μήνα, όταν οι μισθοί εξανεμίζονται πριν τελειώσει ο μήνας και όταν η κοινωνία ζει σε συνθήκες διαρκούς στερήσεως, τα κυβερνητικά «πανηγύρια» μοιάζουν σχεδόν προκλητικά.
Οι κοινωνικές ανισότητες βαθαίνουν, και το χάσμα ανάμεσα στα μεγάλα λόγια και στη μικρή πραγματικότητα των πολιτών μεγαλώνει. Η ανάπτυξη που παρουσιάζεται στα στατιστικά δελτία δεν αφορά την πλειοψηφία· αφορά λίγους. Για την κοινωνία των εργαζομένων και των χαμηλοσυνταξιούχων, ο αγώνας είναι καθημερινός και άνισος.
Η απόδειξη έρχεται από μια εικόνα που λέει περισσότερα από κάθε ποσοστό: σύμφωνα με τη Guardian, το 49% των Ελλήνων δηλώνει ότι δεν μπορεί να αντέξει ούτε μία εβδομάδα διακοπών. Εκεί όπου άλλοτε οι άδειες σήμαιναν 20 ή 30 μέρες μακριά από τη δουλειά, σήμερα η πραγματικότητα είναι ότι σχεδόν οι μισοί αποκλείονται πλήρως από το δικαίωμα στην ξεκούραση.
Αυτή είναι η ουσία των αφηγημάτων «τύπου ΔΕΘ». Υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα για τους πολλούς, επικοινωνιακές παροχές ψίχουλα για λίγους, και μια οικονομική πολιτική που χτίζει υπερπλεονάσματα πάνω στην αφαίμαξη της κοινωνίας.