Κλεοπάτρα Δίγκα: Αναμνήσεις από τον δάσκαλό της Γιάννη Μόραλη που μοιάζουν ακατανόητες από τους σημερινούς σπουδαστές

20

 

Ο Δάσκαλός μου ο Μόραλης, σε μια κουβέντα που κάναμε την τελευταία δεκαετία που ζούσε και του παραπονιόμουν ότι για ένα πράγμα στη ζωή μου μετάνιωνα, ότι δεν έμαθα να οδηγώ, μου είχε πει : “Εγώ δύο πράγματα δεν έγινα ποτέ, οδηγός αυτοκινήτου και Ακαδημαϊκός”.
Τον είχαν προτείνει δύο φορές κι αρνήθηκε.
Όταν ερχόταν στο Παρίσι- ήταν τα χρόνια που ήμουν κι εγώ εκεί για σπουδές στην σκηνογραφία στην σχολή Arts Deco – με ειδοποιούσε για τον ερχομό του και ήθελε να του κάνω
πρόγραμμα τι παραστάσεις θα βλέπαμε, γιατί ήξερε πως ήμουν στο χώρο του Θεάτρου εκεί. “Άκουσε, στις πιο πρωτοποριακές να με πας, δεν θέλω κλασικούρες”.
Φοβόταν πάντα πολύ το ταξίδι με το αεροπλάνο κι έμενε άγρυπνος δυο νύχτες πριν ταξιδέψει. Όμως ερχόταν στο Παρίσι κάθε χρόνο για “ενημέρωση”.
Έμενε πάντα σε μια μικρή χαριτωμένη ισόγεια πανσιόν, με ελάχιστα δωμάτια, ωραίες κλαρωτές κουρτίνες και καλύμματα στους καναπέδες, απέναντι από την εκκλησία του St.Germain, στην μικρή ευρυχωρία που κάνει η ρυμοτομία εκεί, σαν πλατειούλα, ανάμεσα στην εκκλησία και το καφέ των Deux Magots.
Ξεκινούσαμε νωρίς το απόγευμα, και πάντα ήθελε να εφοδιαστούμε με καραμέλες από εκείνα τα μαγαζιά του Παρισιού που τις βάζουν στα πεζοδρόμια απ’ έξω, σε μεγάλα ανοιχτά διάφανα πλαστικά χωνιά που τις κάνουν πολύ ελκυστικές. Έπαιρνε μια μεγάλη σακούλα και τη γέμιζέ με ποικιλία από δαύτες – όποιες του γυάλιζαν. Σημειωτέο ότι εμένα δε μου άρεσαν ιδιαίτερα οι καραμέλες.
Μέσα στο θέατρο, τις μασούλαγε κάποια φορά με θόρυβο, κι εγώ τον σκούνταγα, “Δάσκαλε ακουγόμαστε πιο σιγά…
Διασκέδαζα πολύ έτσι που φέρνονταν σαν παιδί, έξω από το πλαίσιο της Αθήνας που ήταν γνωστός σε όλους κι ενδόμυχα το χαιρόμουν αυτό, τον Μόραλη εκτός πλαισίου.
Το βράδυ καταλήγαμε για φαγητό στο Drugstore -St.Germain όπου είχαμε πολύτιμες – για μένα τότε – κουβέντες για την παράσταση που είδαμε, για
μυστήριο της τέχνης, τη ζωγραφική, και τις ιστορίες του καθενός μας. Μετά, πήγαινε απέναντι στο σπίτι του για ύπνο κι εγώ έπαιρνα το μετρό για να γυρίσω στο δικό μου, στη Cité, στην Hondation (Hellenique).
Ο Μόραλης είχε την ηλικία της μάνας μου. Γεννημένος το ’16 όπως κι εκείνη. Ο πατέρας μου ήταν του ’14, λίγο μεγαλύτερος.
Παρά τους καυγάδες που κάναμε όταν ήμουν στη Σχολή, ξέρω πως επικοινωνούσαμε με αγάπη, κι όταν αποφοιτούσαμε, μια μέρα στο διάδρομο της σχολής, που ήμουν με την κολλητή μου τη Δήμητρα την Μαρασλή, (έκανε λαμπρή καριέρα σκηνογράφου στην Αγγλία μετά, δίπλα στον σπουδαίο Νίκο Γεωργιάδη) μας είχε πει:
“Φεύγετε κι εσείς τώρα…οι τελευταίοι των Μοϊκανών”…(Και κάτι καλύτερο μας είπε, πιο τιμητικό και δεσμευτικό – αλλά δεν το λέω…)
Μας είπε έτσι γιατί τα προηγούμενα χρόνια είχε περάσει από το εργαστήριο, μια γενιά καλών μαθητών του, που επικοινωνούσε – κι αργότερα πολύ καλών ζωγράφων, που όλοι έγραψαν ιστορία αργότερα.
Το να περάσεις δίπλα από ένα πολύ καλό ζωγράφο, σαν δάσκαλο, αυτό που μελετάς είναι τον τρόπο που αυτός αντιμετώπισε την δουλειά του, το βάθος της και τι θέλησε να πει. Δεν θέλεις να μοιάσει η δουλειά σου στην δική του, βρίσκεις σιγά σιγά, εσύ τι θέλεις να πεις, όπως και τον τρόπο σου. Πολλοί, οι πιο αδύνατοι, την πατάνε όμως και τους καταπίνει, μη βρίσκοντας την δική τους αφήγηση στη ζωγραφική. Γι αυτό οι καλοί μαθητές που πέρασαν από δίπλα του, έγραψαν τη δική τους πορεία, πολύ μακριά απο αυτόν.
Οι κακοί έγιναν Μοραλάκια όπως κυκλοφορούσε την εποχή.
Τώρα, αυτά που περιγράφω εδώ, στους σημερινούς σπουδαστές και τους πρόσφατους απόφοιτους θα μοιάζουν ακατανόητα έτσι που έχει γίνει η Σχολή.
Κλεοπάτρα Δίγκα
 
σ.σ.:Το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στο προφίλ της Κλεοπάτρας Δίγκα στο facebook και με την άδειά της το αναδημοσιεύουμε.
 
 
Ο Γιάννης Μόραλης (Άρτα, 23 Απριλίου 1916 – Αθήνα, 20 Δεκεμβρίου 2009) υπήρξε ένας από τους επιφανέστερους Έλληνες καλλιτέχνες του 20ού αιώνα. Η εκλογή του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και το διδακτικό του έργο εκεί για 35 συνεχή χρόνια (από τον Φεβρουάριο του 1948 έως τον Αύγουστο του 1983 συγκεκριμένα) αποδείχτηκε οπωσδήποτε αποφασιστικής σημασίας σε σχέση με μια σειρά από επιλογές και κατευθύνσεις της εικαστικής παραγωγής στην Ελλάδα τα χρόνια που ακολούθησαν.