Συνέντευξη του Βαγγέλη Κουμαριανού* στον Ανδρέα Πετρόπουλο
Η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος που επιχειρήθηκε το 2001 από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη και υπουργό Εργασίας τον καθηγητή και εξωκοινοβουλευτικό υπουργό Τάσο Γιαννίτση έμεινε στα χαρτιά κυρίως λόγω των σφοδρών αντιδράσεων που προκάλεσε η πρόταση του τότε υπουργού Εργασίας. Αντιδράσεων που εκδηλώθηκαν με πρωτοφανείς στη Μεταπολίτευση κινητοποιήσεις των εργαζομένων και υποχρέωσαν την κυβέρνηση να αποσύρει την πρόταση. Είκοσι πέντε χρόνια μετά, αρκετοί δημοσιολογούντες ειδικοί και μη υποστηρίζουν ότι η πρόταση του Τ. Γιαννίτση για το ασφαλιστικό αποτέλεσε μια χαμένη ευκαιρία που θα μεταρρύθμιζε το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα. Είναι πράγματι έτσι;
«Η υλοποίηση της πρότασης Γιαννίτση είναι τμήμα των διαδοχικών Μνημονίων όσο και της μεταμνημονιακής περιόδου. Η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης μαζί με τη μείωση των ποσοστών αναπλήρωσης και τον συνυπολογισμό των αποδοχών όλου του εργασιακού βίου για τη σύνταξη έχει ήδη υλοποιηθεί. Οι διαρθρωτικές αλλαγές που προτάθηκαν το 2001 υλοποιούνται το 2021 με την εισαγωγή ατομικών αποταμιευτικών λογαριασμών, όπως τους βλέπουμε να εφαρμόζονται στην επικουρική ασφάλιση του ΤΕΚΑ» σημειώνει στη συνέντευξή του στην ΑΥΓΗ της Κυριακής ο Βαγγέλης Κουμαριανός, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου.
Μήπως η πρόταση Γιαννίτση αποτελούσε ένα πρωτόγνωρο εγχείρημα που δεν είχε δοκιμαστεί αλλού; Κάθε άλλο. Δεν ήταν αντιγραφή της καταστροφικής πολιτικής Πινοσέτ που εφαρμόστηκε τη δεκαετία του ’80 σε διάφορες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Ήταν, ωστόσο, πιστή μετάφραση της Σχολής του Σικάγο, που ενέπνευσε και τον δικτάτορα Πινοσέτ και στον υπόλοιπο κόσμο προτεινόταν από την Παγκόσμια Τράπεζα ως το περίφημο «μοντέλο των τριών πυλώνων», που οδηγεί σε μερική ή και ολική ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών ασφαλιστικών συστημάτων.
Περίπου είκοσι πέντε χρόνια μετά, αρκετοί υποστηρίζουν πως η πρόταση του Τάσου Γιαννίτση για το ασφαλιστικό αποτέλεσε μια χαμένη ευκαιρία που θα μεταρρύθμιζε το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα. Είναι πράγματι έτσι;
Είναι αλήθεια ότι με διάφορες αφορμές διατυπώνεται στον δημόσιο λόγο η άποψη ότι η πρόταση για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, και ειδικότερα των συντάξεων, αποτέλεσε χαμένη ευκαιρία ή ότι η απόρριψη του σχεδίου Γιαννίτση ήταν η αιτία για τη μεταγενέστερη χρεοκοπία της χώρας. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι, σύμφωνα με τις διαδοχικές κυβερνήσεις της χώρας, η χρεοκοπία δεν οφείλεται στις πολιτικές που υιοθετήθηκαν αλλά στις ελάχιστες πρωτοβουλίες που απέτυχαν να υλοποιήσουν λόγω της μαζικής εναντίωσης εργαζόμενων, συνδικαλιστικών οργανώσεων και πολιτικών φορέων της εποχής. Η προσέγγιση αυτή είναι όμως πολλαπλά προβληματική.
Είναι προβληματική γιατί κανείς δεν μπορεί να κάνει αξιόπιστα υποθέσεις του πώς θα ήταν η κατάσταση στην Ελλάδα (η ανάπτυξη, τα δημόσια οικονομικά, οι τράπεζες) χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν – η ανάπτυξη των εθνικών εργολάβων, των χρηματιστηρίων και της φούσκας των τραπεζών. Στο πεδίο των εργασιακών, οι κρίσιμες κυβερνήσεις από τη δεκαετία του ’90 εντείνουν την ευέλικτη εργασία και την απορρύθμιση των συλλογικών εργασιακών σχέσεων, κανονικοποιούν την ανασφάλιστη εργασία και αποκλείουν τους μετανάστες εργαζόμενους από την επίσημη ασφάλιση. Αυτές οι πολιτικές δεν κρίθηκαν αντίστοιχα ως ανεύθυνες επιλογές αύξησης των ελλειμμάτων των ασφαλιστικών ταμείων. Δεν αναρωτιέται κανείς αν συνέβαλαν και πόσο στην ελληνική εκδοχή της παγκόσμιας κρίσης.
Η έννοια της «χαμένης ευκαιρίας» είναι προβληματική στον βαθμό που αναφέρεται σε μεταρρυθμίσεις οι οποίες εντέλει υιοθετήθηκαν υπό συνθήκες μνημονιακής επιτήρησης. Η υλοποίηση της πρότασης Γιαννίτση είναι τμήμα των διαδοχικών Μνημονίων όσο και της μεταμνημονιακής περιόδου. Η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης μαζί με τη μείωση των ποσοστών αναπλήρωσης και τον συνυπολογισμό των αποδοχών όλου του εργασιακού βίου για τη σύνταξη έχουν ήδη υλοποιηθεί. Οι διαρθρωτικές αλλαγές που προτάθηκαν το 2001 υλοποιούνται το 2021 με εισαγωγή ατομικών αποταμιευτικών λογαριασμών, όπως τους βλέπουμε να εφαρμόζονται στην επικουρική ασφάλιση του ΤΕΚΑ.
Λογικό άλμα συνιστά και η πολυδιατυπωμένη διαπίστωση ότι η «αναβολή της λύσης» του προβλήματος των συντάξεων οδήγησε στο εκρηκτικό πρόβλημα του 2010. Η αύξηση των κοινωνικών δαπανών πριν από την κρίση θεωρείται ένας από τους παράγοντες που συνέβαλαν σε αυτή, σαν να είχε φτάσει το κράτος πρόνοιας στην Ελλάδα στα όριά του. Σύμφωνα με επεξεργασίες της Μ. Πετμεζίδου από το 2013, η Ελλάδα ξεκίνησε από ένα συγκριτικά χαμηλό επίπεδο δαπανών στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και πριν από το ξέσπασμα της κρίσης εξακολουθούσε να υπολείπεται του μέσου όρου των κοινωνικών δαπανών στην Ε.Ε. των 15 (24,7% το 2007 έναντι 26,7%). Αξίζει να σημειωθεί ότι, παρόλο που το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα συνέκλινε προς τον μέσο όρο της Ε.Ε. των 15, φτάνοντας περίπου στο 90% το 2008, οι κατά κεφαλήν κοινωνικές δαπάνες μόλις που ξεπέρασαν το 80% του αντίστοιχου ποσοστού της Ε.Ε. των 15. Τα ευρήματα αυτά δείχνουν μάλλον ότι η χώρα υστερούσε κυρίως από το πολύ χαμηλό επίπεδο των κρατικών εσόδων στην Ελλάδα (37% του ΑΕΠ το 2008 σε σύγκριση με το 44% του μέσου όρου της Ε.Ε. των 15).
Σε κάθε περίπτωση, η έγκαιρη λιτότητα δεν απέτρεψε ποτέ την υιοθέτηση επόμενων μέτρων λιτότητας. Δυστυχώς, η ακραία λιτότητα των τελευταίων δεκαετιών προετοιμάζει τα επόμενα μέτρα και δεν τα αποτρέπει. Ήδη εν έτει 2025 γνωρίζουμε ότι η προσπάθεια μείωσης των μισθών, άμεσων και έμμεσων, αναφορικά με την ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας αποτελεί μια διαρκή απειλή για το βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων της χώρας, νέων και παλαιότερων.
Τι θα άλλαζε στις συντάξεις αν εφαρμοζόταν η πρόταση Γιαννίτση; Πώς θα διαμορφωνόταν, για παράδειγμα, η κατώτερη σύνταξη;
Η πρόταση του 2001 περιλάμβανε την κατάργηση των κατώτατων ορίων σύνταξης. Προέβλεπε την απόδοση κατώτατων συντάξεων, πέραν του οργανικού ποσού που θα αντιστοιχούσε στο ποσό των εισφορών, μόνο με κοινωνικά κριτήρια με έλεγχο εισοδημάτων. Οι πλέον αδύναμοι και αποκλεισμένοι της αγοράς εργασίας που θα τη θεμελίωναν με το ελάχιστο δικαίωμα 15ετούς ασφάλισης θα ωθούνταν στην προνοιακή στήριξη.
Στόχος ήταν οι χαμηλότερες συντάξεις για να «ωθήσουν τους εργαζόμενους στην εργασία» και για την καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής. Στην πράξη δεν επιβεβαιώνεται ότι η αυστηρή ανταπόδοση ενισχύει τη συμμόρφωση με τους κανόνες της κοινωνικής ασφάλισης. Δεν αρκεί να έχει κίνητρο μόνο ο εργαζόμενος, πρέπει να έχει και ο εργοδότης. Το τίμημα θα ήταν η απώλεια του «κοινωνικού» από την ασφάλιση για τους χαμηλοσυνταξιούχους.
Η πρόταση αφορούσε και συγχωνεύσεις κάποιων ταμείων ή ένταξή τους στο τότε ΙΚΑ. Θα τη χαρακτηρίζατε άτολμη σε σχέση με την ένταξη όλων των ταμείων στον ΕΦΚΑ που πραγματοποιήθηκε το 2016;
Το ζήτημα της οργανωτικής ενοποίησης της ελληνικής κοινωνικής ασφάλισης αποτέλεσε από τη γέννησή του πεδίο αντιπαραθέσεων και δημιούργησε στην πράξη μια κοινωνική προστασία πολλών ταχυτήτων. Η ενοποίηση θα μπορούσε να αποτελέσει πραγματικά μέσο ευρύτερων αναδιανομών, διασφάλισης βιωσιμότητας και σύγχρονης λειτουργίας. Η πρόταση του Απριλίου 2001 πρότεινε τη δημιουργία οκτώ μεγάλων ταμείων κύριας ασφάλισης για την αντιμετώπιση της πολυνομίας και του κατακερματισμού. Θα παρέμεναν ταμεία του ΙΚΑ, του Δημοσίου, των ΔΕΚΟ, των τραπεζών, του ΟΓΑ, του ΟΑΕΕ, των επιστημόνων και των δημοσιογράφων. Η ιστορία επιφύλασσε πολύ μεγαλύτερης έκτασης ενοποιήσεις σε έναν ΕΦΚΑ το 2016 και έναν e-ΕΦΚΑ το 2020.
Η συγκυρία όμως σηματοδότησε τις ενοποιήσεις με υποχώρηση της κοινωνικής ασφάλισης. Το 2016 η ενοποίηση αποτέλεσε το οργανωτικό εργαλείο για την υλοποίηση του τρίτου Μνημονίου, ενώ το 2020 σημάδεψε τη μετάβαση σε μια μεταμνημονιακή αποδόμηση του θεσμού με έμφαση στην ατομική ευθύνη.
Πώς σχολιάζετε την εισαγωγή κεφαλαιοποιητικών χαρακτηριστικών στην επικουρική ασφάλιση που προέβλεπε η πρόταση Γιαννίτση και τι αποτελέσματα είχε η τοποθέτηση μέρους των διαθεσίμων των ταμείων σε χρηματιστηριακά προϊόντα που δρομολογήθηκε την ίδια περίοδο;
Η εισαγωγή κεφαλαιοποιητικού συστήματος στην κοινωνική ασφάλιση θα εξέθετε τους ασφαλισμένους στον επενδυτικό κίνδυνο των αγορών. Δεν είναι ασφαλές να βασιζόμαστε σε υποθετικά αποτελέσματα, αλλά η διεθνής εμπειρία περιγράφει με μελανά χρώματα αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις μετά την παγκόσμια κρίση που εκδηλώθηκε το 2008. Η έκθεση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας το 2019 εξέτασε αντίστοιχες συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις σε τριάντα χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Ανατολικής Ευρώπης και της Αφρικής και διαπίστωσε καταστροφικά αποτελέσματα. Οι συντάξεις μειώθηκαν δραματικά, όπως και το ποσοστό κάλυψης του πληθυσμού. Το κόστος μετάβασης εκτινάχθηκε καθιστώντας δημοσιονομικά δυσβάσταχτη τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων. Πολλές χώρες υπαναχώρησαν πλήρως ή μερικώς. Αντίστοιχα θα είχε απαξιωθεί πλήρως κάθε περιουσιακό στοιχείο των ταμείων που θα είχε τοποθετηθεί σε χρηματιστήρια.
Σύμφωνα με κάποιους συναδέλφους σας αλλά και άλλους γνώστες της κοινωνικής ασφάλισης που άσκησαν κριτική στην πρόταση Γιαννίτση, αυτή είχε αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με ασφαλιστικά μοντέλα που εφαρμόστηκαν σε χώρες της Λατινικής Αμερικής μετά τη δεκαετία του ’80 με αρνητικά αποτελέσματα για τους συνταξιούχους. Ήταν μια «αντιγραφή» τελικά αυτού του μοντέλου, που στην ακραία του εκδοχή ονομάστηκε «ασφαλιστικό Πινοσέτ»;
Τη δεκαετία του 1980 προωθείται συστηματικά μια «μεικτή οικονομία της συνταξιοδοτικής προστασίας», δηλαδή το μοίρασμα των δημόσιων διανεμητικών συστημάτων με ιδιωτικά κεφαλαιοποιητικά προγράμματα συνταξιοδότησης. Η προσέγγιση αυτή αναγνωρίζει στα δημόσια διανεμητικά συστήματα μόνο έναν ρόλο ελάχιστης βασικής προστασίας, πολλές φορές προνοιακής. Τη δεκαετία του ’80 έγινε γνωστό ως «ασφαλιστικό Πινοσέτ», εμπνευσμένο από τη σχολή των «παιδιών του Σικάγο» και υλοποιημένο από μια δικτατορία. Από το 1994, ακολουθώντας την ίδια λογική, η Παγκόσμια Τράπεζα διατυπώνει το «μοντέλο των τριών πυλώνων». Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πρόταση του 2001 δεν ήταν αντιγραφή αλλά μετάφραση, μια προσπάθεια προσαρμογής στην ελληνική πραγματικότητα και στον συσχετισμό δυνάμεων της εποχής.
Συνέντευξη του Βαγγέλη Κουμαριανού στον Ανδρέα Πετρόπουλο στην ΑΥΓΗ