
Της Μαρίας Καραμανώφ, Αντιπρόεδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας ε.τ., Πρόεδρος του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος (14/9/2024)
Α. Ο ΒΙΩΣΙΜΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΑΙ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΤΕ
Η εφαρμογή των επίμαχων διατάξεων του ΝΟΚ στο πολύπαθο και ασφυκτικό οικιστικό περιβάλλον της χώρας έχει ήδη δημιουργήσει μια εικόνα καθόλου πειστική για τα περιβαλλοντικά και πολεοδομικά πλεονεκτήματά τους. Δήμοι και κάτοικοι αντιδρούν με κάθε τρόπο και προσφεύγουν στα δικαστήρια για να προστατευθούν από τα υποτιθέμενα οφέλη τους. Η αιτιολογική βάση των ρυθμίσεων αυτών, ότι δηλ. η επιδείνωση κρίσιμων όρων δόμησης, όπως το ύψος, η κάλυψη, ο συντελεστής δόμησης κ.λπ., με αντισταθμιστικό όφελος τη φύτευση στις ταράτσες και τη μετατροπή των κτιρίων σε βιοκλιματικά θα καταπολεμήσει μακροπρόθεσμα την κλιματική αλλαγή, ακούγεται ως ατεκμηρίωτο λογικό άλμα στα αυτιά τόσο των ειδικών όσο και των απλών πολιτών. Και έτσι είναι πράγματι, ακριβώς γιατί η λογική του πολεοδομικού αυτού πειράματος στηρίζεται σε σαθρή βάση. Θεωρεί ως δεδομένες, δίκην αξιώματος, μια σειρά από εσφαλμένες παραδοχές σε σχέση με το ρόλο, το σκοπό και τις αρχές του πολεοδομικού σχεδιασμού, οι οποίες έρχονται σε σύγκρουση με το συνταγματικό πλαίσιο που διέπει την προστασία του οικιστικού περιβάλλοντος, όπως έχει ερμηνευθεί και εφαρμοστεί από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Ο πολεοδομικός σχεδιασμός είναι το εργαλείο μέσω του οποίου υλοποιείται, παίρνει σάρκα και οστά, το οικιστικό περιβάλλον. Και το οικιστικό περιβάλλον δεν είναι απλώς ο χώρος μέσα στον οποίο τυχαίνει να ζούμε. Είναι ένα δημόσιο αγαθό με συνταγματική κατοχύρωση, τόσο αυτός καθεαυτόν όσο και οι αρχές που τον διέπουν και τα κριτήρια που πρέπει να πληροί. Είναι λοιπόν σημαντικό να γνωρίζουμε, τι σημαίνει νομικά ο καθένας από τους παραπάνω όρους, δημόσιο αγαθό, συνταγματική κατοχύρωση, υποχρεωτικές αρχές και κριτήρια.
Το οικιστικό περιβάλλον αφορά ολόκληρη την κοινωνία και η ποιότητά του επηρεάζει αποφασιστικά όλους τους κρίσιμους τομείς της ζωής μας, την υγεία, την ασφάλεια, την επικοινωνία, την εργασία, την αναψυχή, την ανατροφή των παιδιών μας, την ψυχική μας ισορροπία κ.λπ. Επιπλέον επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό και την ποιότητα του φυσικού περιβάλλοντος, δεδομένου ότι καταλαμβάνει και σφραγίζει με κτίρια και υποδομές το ελεύθερο έδαφος, δημιουργεί απόβλητα, προκαλεί ρύπανση κ.ο.κ., ενώ και αυτός με τη σειρά του εξαρτάται απόλυτα από την καλή λειτουργία όλων των φυσικών συστημάτων στήριξης της ζωής, ατμόσφαιρα, ύδατα, κλίμα κ.λπ. Για όλους αυτούς τους λόγους, για την ελληνική έννομη τάξη το οικιστικό περιβάλλον δεν είναι απλώς ένα κοινό έννομο αγαθό, η ρύθμιση του οποίου επαφίεται στην ελεύθερη βούληση του νομοθέτη, πολύ δε περισσότερο δεν υπόκειται σε αυτορρύθμιση. Αντίθετα, το οικιστικό περιβάλλον έχει αναχθεί σε δημόσιο αγαθό με συνταγματική κατοχύρωση, τελεί υπό την εγγύηση του κράτους και αποτελεί αντικείμενο δημόσιας πολιτικής υψίστης προτεραιότητας, οι σκοποί και τα όρια της οποίας είναι προσδιορισμένοι από το ίδιο το Σύνταγμα.
Δεν ήταν πάντοτε έτσι τα πράγματα. Στη διαδρομή της ιστορίας το οικιστικό περιβάλλον το διαμόρφωνε άλλοτε η τύχη και οι συνθήκες, άλλοτε η κοινωνία με δοκιμές επιτυχημένες ή μη, και άλλοτε οι ηγεμόνες, οι μαικήνες των τεχνών ή οι ευεργέτες ανάλογα με τα προσωπικά τους οράματα. Σήμερα, υπό καθεστώς συνταγματικού Κράτους Δικαίου, όλες αυτές οι πρακτικές δεν ισχύουν πια, ή τουλάχιστον έτσι θέλουμε να πιστεύουμε. Σήμερα ο χωρικός σχεδιασμός, χωροταξικός και πολεοδομικός, είναι δημόσιος σκοπός με συνταγματική κατοχύρωση και φορέα το ίδιο το Κράτος. Το Σύνταγμα επιβάλλει δηλ. στο νομοθέτη και τη Διοίκηση αφενός μεν την υποχρέωση να προβούν οπωσδήποτε σε χωρικό σχεδιασμό ολόκληρης της επικράτειας, αφετέρου δε να ασκούν οι ίδιοι την αρμοδιότητα αυτή και όχι να την εκχωρούν, έστω και μέσα σε κάποιο κανονιστικό πλαίσιο, στην ιδιωτική πρωτοβουλία.
Το Σύνταγμα όμως δεν αρκείται μόνο σε αυτό. Απαιτεί και κάτι περισσότερο και εξαιρετικά σημαντικό, τόσο από νομική όσο και από πολεοδομική άποψη. Καθορίζει επιπλέον και το συγκεκριμένο στόχο, το συγκεκριμένο αποτέλεσμα στο οποίο πρέπει να αποβλέπει ο πολεοδομικός σχεδιασμός. Και ο στόχος αυτός είναι ένας και μοναδικός: η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των οικισμών με την εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβίωσης. Το Σύνταγμα λοιπόν ξεκαθαρίζει ότι ο πολεοδομικός σχεδιασμός είναι αυτοσκοπός και δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για την εξυπηρέτηση άλλων σκοπών, έστω και αν αυτοί αφορούν κάποιο άλλο δημόσιο συμφέρον.
Ποιος όμως κρίνει και αποφασίζει, ποιοι ακριβώς είναι οι καλύτεροι όροι διαβίωσης; Την απάντηση δίνει και πάλι το ίδιο το Σύνταγμα. Το σύγχρονο κράτος οφείλει να είναι ορθολογικό και, επομένως, ο πολεοδομικός σχεδιασμός δεν μπορεί πλέον να είναι ούτε αποδοχή τετελεσμένων γεγονότων ούτε προϊόν έμπνευσης και προσωπικού οράματος ούτε αποτέλεσμα συμβιβασμών. Είναι προϊόν διεπιστημονικής συνεργασίας, στην οποία προβαίνουν αποκλειστικά οι επιστήμονες των οικείων κλάδων. Δεδομένου δε ότι, σύμφωνα πάντα με το Σύνταγμα, ο χωρικός σχεδιασμός είναι αποκλειστικά κρατική αρμοδιότητα, σε σχεδιασμό προβαίνει μόνο η Δημόσια Διοίκηση, είτε με τις δικές της αρμόδιες Υπηρεσίες είτε με ανάθεση, η οποία διενεργείται όχι κατά βούληση αλλά σύμφωνα με την ενωσιακή και εθνική νομοθεσία περί δημοσίων συμβάσεων.
Η επιστήμη του πολεοδομικού σχεδιασμού διαθέτει πολλές διαφορετικές σχολές και προσεγγίσεις, οι οποίες έχουν κατά καιρούς δοκιμαστεί στην πράξη, άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε όχι. Γραμμικές πόλεις, πόλεις καθ’ ύψος, πόλεις δορυφόροι, αποτελούν δείγματα των προσεγγίσεων αυτών. Υπάρχουν άραγε όρια στις επιλογές αυτές;
Το Σύνταγμα, ρητά πλέον μετά την αναθεώρηση του 2001, θέτει τα όρια εκεί ακριβώς που τα είχε θέσει και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά τη δεκαετία 1990-2000 που προηγήθηκε. Υπό τις παρούσες συνθήκες της παγκόσμιας περιβαλλοντικής κρίσης τα όρια τα καθορίζουν οι αρχές και οι περιορισμοί της βιώσιμης ανάπτυξης. Σήμερα δεν υπάρχει άλλο περιθώριο για πολεοδομικά πειράματα και λάθη που κοστίζουν ακριβά και είναι μη αναστρέψιμα.
Αυτό με απλά λόγια σημαίνει ότι οποιαδήποτε πολεοδομική πρόταση, πολλώ μάλλον μια πρόταση ανορθόδοξη όπως η επίμαχη, υποχρεούται να αποδεικνύει εκ των προτέρων, με επιστημονική τεκμηρίωση και όχι απλώς με αοριστολογίες και αιτιολογικές εκθέσεις ιδεών, ότι πληροί μια σειρά από προϋποθέσεις. Δεδομένου ότι ο πολεοδομικός σχεδιασμός επιχειρείται σήμερα σε ένα ήδη υποβαθμισμένο και άκρως δυσλειτουργικό οικιστικό περιβάλλον, πρωταρχικό μέλημά του είναι η αποκατάσταση των λαθών του παρελθόντος και η διασφάλιση για το μέλλον όλων των κρίσιμων στοιχείων του περιβάλλοντος που στηρίζουν τη ζωή στον αστικό χώρο – κοινόχρηστοι χώροι, αστικό πράσινο, ελεύθερο και ασφράγιστο έδαφος, ελάφρυνση όρων δόμησης και χρήσεων γης, αποκατάσταση ρεμάτων, μείωση της ρύπανσης κ.λπ.
Αυτή είναι η βάση από την οποία πρέπει να ξεκινά οποιαδήποτε νομοθετική ρύθμιση σε σχέση με τον πολεοδομικό σχεδιασμό. Δυστυχώς όμως στη χώρα μας οι πολεοδομικές ρυθμίσεις εφευρίσκουν όλο και πιο ευρηματικούς τρόπους για να ξεφύγουν από τους συνταγματικούς περιορισμούς. Όπως φαίνεται και στην προκειμένη περίπτωση αλλά και σε άλλες ανάλογες που έχουμε δει πρόσφατα, προσπαθούν με διάφορα προσχήματα να αντιστρέψουν τη λογική του πολεοδομικού σχεδιασμού και να τον χρησιμοποιήσουν για διαφορετικούς και ξένους προς τον προορισμό του σκοπούς.
Με τον τρόπο αυτό έχουμε καταντήσει όχι απλώς να θεωρούμε τα πολεοδομικά εγκλήματα του παρελθόντος ως φυσιολογικά, δικαιολογημένα και ανεπανόρθωτα, αλλά και να τα λαμβάνουμε ως δεδομένη και ασφαλή αφετηρία για να στηρίξουμε πάνω τους ακόμη μεγαλύτερα λάθη.
Ειδικότερα, σε σχέση με τη διαδικασία που λογικά προηγείται της πολεοδόμησης, δηλ. την ίδρυση και χωροθέτηση νέων οικισμών, αποδεχθήκαμε και νομιμοποιήσαμε διαδοχικά την αυθαίρετη δόμηση, την ανεξέλεγκτη εκτός σχεδίου δόμηση, την ιδιωτική πολεοδόμηση σε όλες της τις μορφές και, σήμερα πλέον, την ατομική χωροθέτηση οικιστικών μορφωμάτων παντός είδους κατά παρέκκλιση από το ισχύον χωροταξικό και πολεοδομικό καθεστώς της κάθε συγκεκριμένης περιοχής (ΕΣΧΑΔΑ, ΕΣΧΑΣΕ, επενδυτικά σχέδια κ.λπ.).
Σε σχέση τώρα με τον πολεοδομικό σχεδιασμό, είναι γνωστό ότι οι όροι δόμησης ασκούν καθοριστική επίδραση στη λειτουργικότητα των οικισμών και την ποιότητα των όρων διαβίωσης και για το λόγο αυτό δεν καθορίζονται σύμφωνα με την οπτική που εξυπηρετεί τα συμφέροντα του κάθε ενδιαφερόμενου, αλλά αποκλειστικά με γνώμονα τις δύο αρχές που προβλέπει το Σύνταγμα. Σύμφωνα με τις αρχές αυτές, ο πολεοδομικός σχεδιασμός δεν αποβλέπει ούτε στην ανάπτυξη της οικονομίας ούτε στη στήριξη των επαγγελμάτων που ασχολούνται με την οικοδομή ούτε στην καταπολέμηση της ανεργίας ή την προσέλκυση επενδυτών ούτε στην παροχή κάποιας, ανέξοδης για το Κράτος, ανακούφισης στους πολίτες που πιέζονται σκληρά σε όλα τα άλλα πεδία. Πολύ δε περισσότερο, ο πολεοδομικός σχεδιασμός δεν προορίζεται να εξυπηρετήσει σκοπούς καθαρά ιδιωτικούς, δεν είναι μέσο απόκτησης εύκολου και γρήγορου πλούτου ούτε μέσο επίδειξης και κοινωνικής καταξίωσης. Όλα αυτά μπορεί να συνδέονται άμεσα και να επηρεάζονται από τον πολεοδομικό σχεδιασμό, αλλά δεν επιτρέπεται να τον επηρεάζουν. Υπόκεινται στους δικούς του όρους και δεν του υπαγορεύουν τους δικούς τους.
Tα αυτονόητα κριτήρια του πολεοδομικού σχεδιασμού είχε θεσπίσει έναν αιώνα πριν με τρόπο πρωτοποριακό για την εποχή του το Ν.Δ/γμα της 17.7.1923, απαριθμώντας τα αποκλειστικά ως εξής: υγιεινή, ασφάλεια, συγκοινωνία, αισθητική. Η πάγια νομολογία του ΣτΕ, και πριν ακόμα από το Σύνταγμα του 1975, είχε οριοθετήσει τη σχέση μεταξύ πολεοδομικών κριτηρίων και ιδιωτικών συμφερόντων, τονίζοντας ότι λόγοι αναγόμενοι στην υφιστάμενη πραγματική κατάσταση και την εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων λαμβάνονται υπόψη μόνον επικουρικά και σε κάθε περίπτωση υποχωρούν έναντι της θεραπείας των πολεοδομικών κριτηρίων.
Ειδικότερα ως προς τη σχέση του πολεοδομικού σχεδιασμού με άλλες δημόσιες πολιτικές, το ΣτΕ είχε κρίνει χαρακτηριστικά ότι οι αρχές που τον διέπουν δεν επιτρέπεται να νοθεύονται ούτε καν για την εξυπηρέτηση άλλων σημαντικών δημοσίων σκοπών, όπως λ.χ. για την εκπλήρωση της εκ του άρθρου 21 του Συντάγματος υποχρέωσης του Κράτους προς άσκηση στεγαστικής πολιτικής.
Στη συνέχεια, τη δεκαετία 1990-2000, η νομολογία του Ε’ Τμήματος του ΣτΕ ξεκαθάρισε απόλυτα το τοπίο σε σχέση με τις αρχές που οφείλει να τηρεί ο πολεοδομικός σχεδιασμός υπό το πρίσμα του άρθρου 24 του Συντάγματος. Ήδη την εποχή εκείνη είχε καταστεί φανερό ότι η άναρχη δημιουργία νέων οικισμών σε όλη την επικράτεια συνιστά μια μείζονα απειλή για το φυσικό περιβάλλον. Το Δικαστήριο διέγνωσε έγκαιρα τους κινδύνους και έθεσε τις προϋποθέσεις και τους όρους για τη βιώσιμη οικιστική ανάπτυξη της χώρας. Σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, σήμερα περισσότερο επίκαιρη από ποτέ, ανάλωση φυσικού κεφαλαίου για την ίδρυση νέων οικισμών δεν επιτρέπεται, εφ’ όσον στην ίδια περιοχή υπάρχουν ήδη οικισμοί που φθίνουν. Η ίδρυση νέων οικισμών δεν είναι επιτρεπτή παρά μόνον εφόσον έχουν κορεσθεί οι ήδη υπάρχοντες και δεν υπάρχουν περιθώρια για νόμιμη επέκτασή τους. Σε κάθε περίπτωση, οι νέοι οικισμοί πρέπει να προβλέπονται εκ των προτέρων σε επίπεδο εθνικού ή τουλάχιστον περιφερειακού σχεδιασμού. Η ίδρυση νέων οικισμών με πρωτοβουλία επενδυτών και επιχειρηματιών γης δεν επιτρέπεται. Είναι περιττό να επισημάνουμε ότι στο διάστημα των τριάντα ετών που μεσολάβησε όλες αυτές οι προϋποθέσεις παραβιάστηκαν με τα γνωστά σε όλους αποτελέσματα.
Όσον αφορά τους όρους δόμησης και χρήσης, η νομολογία δέχεται παγίως ότι αυτοί καθορίζονται από το Κράτος με κριτήρια αμιγώς πολεοδομικά, ώστε να συνάδουν με τη φυσιογνωμία του κάθε οικισμού και τη φέρουσα ικανότητα της περιοχής. Άπαξ και καθοριστούν σύμφωνα με τα κριτήρια αυτά, δεν είναι επιτρεπτή η επιδείνωσή τους. Επιβάρυνση των όρων δόμησης, όπως λ.χ. αύξηση του ύψους, του συντελεστή δόμησης και του ποσοστού κάλυψης, παρεκκλίσεις από την καθορισμένη αρτιότητα ή τους όρους δόμησης, συνεπάγονται υποβάθμιση του οικιστικού περιβάλλοντος και είναι αντίθετοι προς το άρθ. 24 του Συντάγματος. Οι ίδιοι περιορισμοί ισχύουν και για τις χρήσεις γης. Κατάργηση ή μείωση κοινοχρήστων χώρων, επιβάρυνση των χρήσεων γης, μετατροπή της αποκλειστικής κατοικίας σε αμιγή, της αμιγούς σε γενική, της γενικής σε πολεοδομικό κέντρο κ.ο.κ., δεν είναι συνταγματικά ανεκτές.
Με δεδομένη την ήδη, από τότε, άκρως προβληματική κατάσταση του ελληνικού οικιστικού περιβάλλοντος, το σκεπτικό πίσω από τους αυστηρούς περιορισμούς που έθεσε η νομολογία ήταν και αυτονόητο και άκρως διορατικό. Και η αν η Πολιτεία είχε συμμορφωθεί, η υποβάθμιση του οικιστικού περιβάλλοντος της χώρας θα είχε τουλάχιστον σταματήσει εκεί. Σήμερα, πάντως, υπό συνθήκες γενικευμένης και οξύτατης πλέον περιβαλλοντικής κρίσης, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μόνο αποκατάσταση και βελτίωση του περιβάλλοντος, φυσικού και οικιστικού, είναι νοητή. Ακόμα και αν δεν το επέβαλλε ρητά το Σύνταγμα, το επιβάλλει πλέον η κοινή λογική, το ένστικτο της επιβίωσης και η ηθική υποχρέωση απέναντι στην παρούσα και τις επόμενες γενιές.
Από την πλούσια σχετική νομολογία του ΣτΕ, αξίζει να σταθούμε στις αποφάσεις της δεκαετίας του 1990 που αφορούσαν τη μεταφορά του συντελεστή δόμησης, η οποία είναι η συγγενέστερη περίπτωση προς τις επίμαχες ρυθμίσεις του ΝΟΚ. Η λογική τους είναι λίγο-πολύ η ίδια. Στην περίπτωση της μεταφοράς συντελεστή δόμησης, προκειμένου να επιτευχθεί ένα πολεοδομικό όφελος για τον οικισμό, και συγκεκριμένα η διάσωση ενός διατηρητέου κτιρίου, ο βαρυνόμενος ιδιοκτήτης αποκτούσε, υπό μορφή αποζημίωσης, το δικαίωμα να μεταφέρει σε άλλο ακίνητο μέσα στον ίδιο ή σε άλλο οικισμό της επιλογής του τον συντελεστή που δεν μπορούσε να εξαντλήσει. Αυτό είχε βέβαια ως συνέπεια την υπέρβαση του συντελεστή που ίσχυε στην περιοχή υποδοχής, με αποτέλεσμα η τελευταία να υφίσταται μια σοβαρή και αδικαιολόγητη πολεοδομική επιβάρυνση. Είναι ίσως η πρώτη περίπτωση που ένας όρος δόμησης μετατρέπεται από στοιχείο πολεοδομικού σχεδιασμού σε μέσο οικονομικής αποζημίωσης, και μάλιστα με τη μορφή αξιογράφου το οποίο προσπορίζει στον δικαιούχο ένα σημαντικό οικονομικό όφελος και είναι εμπορεύσιμο στην αγορά.
Εφαρμόζοντας τη γενική αρχή, ότι ο σχεδιασμός κάθε περιοχής οφείλει να καθορίζει με αμιγώς πολεοδομικά κριτήρια τους όρους δόμησης στο προσήκον για την περιοχή αυτή μέτρο, η Ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε αντισυνταγματική την εν λόγω ρύθμιση. Στην περίπτωση της μεταφοράς του συντελεστή δόμησης, το ΣτΕ έκρινε ότι ο ιδιοκτήτης, ο οποίος επωμίζεται ατομικά ένα πολεοδομικό βάρος προς το γενικότερο όφελος του οικιστικού περιβάλλοντος, δικαιούται μεν αποζημίωσης, προδήλως όμως όχι σε βάρος του οικιστικού περιβάλλοντος κάποιας άλλης περιοχής. Περαιτέρω, το Δικαστήριο έθεσε τους όρους και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το μέτρο της μεταφοράς συντελεστή θα μπορούσε να είναι συνταγματικά ανεκτό. Αυτές όμως, όπως συνήθως, δεν τηρήθηκαν. Τα μεγαθήρια που πρόλαβαν να ανεγερθούν αλλοίωσαν τη μορφή και τις συνθήκες ζωής, κατά κανόνα σε προνομιούχες περιοχές (είναι άραγε σύμπτωση;) και απέδειξαν ότι οι λόγοι θέσπισης της ρύθμισης κάθε άλλο παρά πολεοδομικοί ήταν.
Η απαγόρευση επιδείνωσης των όρων δόμησης και χρήσεων γης μιας οικιστικής περιοχής είναι το λεγόμενο «πολεοδομικό κεκτημένο», το δικαίωμα δηλαδή των κατοίκων ενός οικισμού να μένουν ήσυχοι ότι οι όροι διαβίωσής τους δεν θα επιδεινωθούν. Δυστυχώς παραβιάζεται συνεχώς παρά το γεγονός ότι στη χώρα μας οι όροι δόμησης σε όλες τις κατηγορίες οικισμών, πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά, πόρρω απέχουν από το ιδανικό. Δυστυχώς το μοιραίο πλήγμα που κατάφερε στο σύνολο του οικιστικού περιβάλλοντος της χώρας η οριζόντια αύξηση του συντελεστή δόμησης επί δικτατορίας με τον Α.Ν. 395/1968 δεν μας έγινε ποτέ μάθημα. Επιμένουμε πάντα, με πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα σταθερότητα και συνέπεια, να χρησιμοποιούμε τους όρους δόμησης ως μέσο επίτευξης οποιουδήποτε άλλου σκοπού, πολιτικού, οικονομικού, κερδοσκοπικού, πλην της βελτίωσης του οικιστικού περιβάλλοντος.
Β. ΤΑ “ΚΙΝΗΤΡΑ” ΤΟΥ ΝΟΚ ΑΝΑΙΡΟΥΝ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ
Η ίδια πρακτική της επιδείνωσης των όρων δόμησης μιας περιοχής χάριν της εξυπηρέτησης θεμιτού έστω, αλλά ξένου προς τον πολεοδομικό σχεδιασμό σκοπού, επαναλαμβάνεται σήμερα με τις ρυθμίσεις του ΝΟΚ, σε πολύ πιο γενικευμένη κλίμακα και με νέο εκσυγχρονισμένο πρόσχημα. Αυτή τη φορά ο υπέρτερος καλός σκοπός δεν είναι η διάσωση των διατηρητέων κτιρίων αλλά η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Η ίδια η Εισηγητική Έκθεση που συνοδεύει τις ρυθμίσεις συνομολογεί πράγματι ότι παραβιάζονται όλες οι προαναφερθείσες αρχές οι οποίες, κατά το Σύνταγμα και τη νομολογία, πρέπει να διέπουν τον πολεοδομικό σχεδιασμό. Κατά πρώτον, οι όροι δόμησης επιδεινώνονται με αποτέλεσμα είτε την πρόσθετη επιβάρυνση περιοχών ήδη προβληματικών, όπως λ.χ. το κέντρο της Αθήνας, είτε την αλλοίωση της φυσιογνωμίας των περιοχών που κατάφεραν μέχρι σήμερα να διαφυλάξουν το οικιστικό περιβάλλον τους. Κατά δεύτερον, οι όροι δόμησης επιδεινώνονται προκειμένου να εξυπηρετηθεί σκοπός προδήλως μη πολεοδομικός. Η επίτευξη του σκοπού αυτού εξαργυρώνεται με κάποια παραπάνω οικοδομήσιμα τετραγωνικά σε επιλεγμένες από τον εκάστοτε ιδιοκτήτη/επενδυτή περιοχές, και η αντίστοιχη επιβάρυνση του οικιστικού περιβάλλοντος καλείται να λειτουργήσει ως οικονομικό κίνητρο για την κατασκευή έξυπνων κτιρίων που θα μας σώσουν από την κλιματική αλλαγή.
Στο σημείο αυτό ακριβώς εντοπίζεται το μεγάλο λογικό άλμα και ταυτόχρονα το λογικό σφάλμα των επίμαχων ρυθμίσεων του ΝΟΚ. Παραγνωρίζεται επιμελώς το γεγονός ότι η κλιματική αλλαγή δεν είναι το αίτιο αλλά το αποτέλεσμα, ή μάλλον ένα από τα πολλά αποτελέσματα, της παγκόσμιας περιβαλλοντικής κρίσης που βιώνουμε σήμερα. Η διατάραξη της ισορροπίας του κλίματος, πλημμύρες, πυρκαγιές, λειψυδρία κ.λπ., οφείλονται σε μια σειρά υπερβάσεων των ορίων αντοχής του πλανήτη, από την καταστροφή της βιοποικιλότητος και την εξάντληση του νερού και των φυσικών πόρων μέχρι τη σφράγιση του ελεύθερου εδάφους, οι οποίες δεν αποκαθίστανται, ούτε καν επηρεάζονται, από κάποια βιοκλιματικά κτίρια σποραδικά εδώ κι εκεί, γλάστρες στις ταράτσες και γκαζόν στους λίγους πόντους χώμα που καλύπτουν να τσιμεντωμένο από άκρου εις άκρον οικόπεδο. Η αύξηση του συντελεστή δόμησης, η προσαύξηση του ύψους, η επέκταση των υπογείων μέχρι τα όρια του οικοπέδου, η προσθήκη χώρων κυρίας χρήσης στο δώμα κ.λπ., είναι πράγματι bonus με αναμφίβολη οικονομική αξία για τον ιδιοκτήτη του ακινήτου. Αλλά η κάλυψη ελεύθερου εδάφους, η στέρηση του φωτισμού και ηλιασμού των γειτονικών οικοδομών, η αύξηση της οικιστικής πυκνότητας, η αλλαγή του μικροκλίματος και οι άλλες ανάλογες συνέπειες της επιβάρυνσης των όρων δόμησης μιας περιοχής δεν αντισταθμίζονται από ένα έξυπνο κτίριο και σίγουρα δεν αναστέλλουν την κλιματική αλλαγή.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, για να μιλήσουμε σοβαρά και όχι με προσχήματα, αν τα έξυπνα κτίρια έχουν τόσο θετική επίδραση στην ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής, η κατασκευή τους θα έπρεπε όχι απλώς να επιδιώκεται με κίνητρα αλλά να επιβάλλεται υποχρεωτικά. Κανείς δεν διανοήθηκε, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, να προσφέρει πολεοδομικά bonus για την τήρηση του κτιριοδομικού ή του αντισεισμικού Κανονισμού. Και αν η κατασκευή έξυπνων κτιρίων ή η μετατροπή των ήδη υφισταμένων σε τέτοια είναι δυσβάστακτη για τους ιδιοκτήτες, υπάρχουν ή πρέπει να επινοηθούν διάφοροι τρόποι οικονομικής ενίσχυσής τους (άτοκα δάνεια, φορολογικές απαλλαγές κ.λπ.) ώστε να μην εξουδετερώνεται με το ένα χέρι ό,τι επιτυγχάνεται με το άλλο.
Για την υποστήριξη των ρυθμίσεων του ΝΟΚ προβάλλεται μια σειρά επιχειρημάτων που συνοψίζονται στο εξής: Στην πραγματικότητα, λένε, δεν πρόκειται για επιβάρυνση των όρων δόμησης, γιατί όταν αυξάνεται ο ένας μειώνεται αντίστοιχα ο άλλος και, με κάποιους μυστηριώδεις μαθηματικούς υπολογισμούς, προσπαθούν να αποδείξουν ότι καταλήγουμε περίπου στα ίδια.
Το βασικό λάθος του συλλογισμού αυτού είναι ότι το ύψος κτιρίου, ο συντελεστής δόμησης, το ποσοστό κάλυψης δεν αποτελούν ομοιογενείς μονάδες κάποιου συγκεκριμένου είδους που λέγεται «όροι δόμησης». Προφανώς λοιπόν, σύμφωνα με την απλή Αριστοτέλεια λογική, δεν είναι ούτε συμψηφίσιμοι ούτε δεκτικοί προσθαφαίρεσης ούτε αμοιβαίως ανταλλάξιμοι. Ο καθένας επιτελεί διαφορετική λειτουργία και επηρεάζει με το δικό του τρόπο την ποιότητα των όρων διαβίωσης σε ένα συγκεκριμένο οικιστικό περιβάλλον. Η αύξηση του ενός δεν αντισταθμίζεται με τη μείωση του άλλου, ακριβώς όπως η αφαίρεση του οξυγόνου από ένα ζωντανό οργανισμό δεν αντισταθμίζεται με το να του δώσεις περισσότερο νερό.
Η παραδοχή στην οποία στηρίζονται οι επίμαχες διατάξεις του ΝΟΚ είναι, με πολύ απλά λόγια, η εξής: τα βιοκλιματικά κτίρια, οι φυτεύσεις στις ταράτσες και τα συναφή μέτρα ενεργειακής αναβάθμισης των κτιρίων όχι απλά θα αντισταθμίσουν την επιβάρυνση που θα προκαλέσει στο οικιστικό περιβάλλον η χάριν αυτών επιδείνωση των όρων δόμησης, αλλά θα έχουν και θετική επίδραση στο ενεργειακό αποτύπωμα των κτιρίων και, κατ’ επέκταση, στην κλιματική αλλαγή. Η υπόθεση αυτή περί θετικού ισοζυγίου δεν θεωρείται απλώς ως πιθανή και ενδεχόμενη, αλλά εκλαμβάνεται και διαφημίζεται ως βεβαία και μάλιστα δεκτική μαθηματικής απόδειξης.
Δεν χρειάζεται όμως να είναι κανείς βαθύς γνώστης της επιστήμης των Πολυπλόκων Συστημάτων για να αντιληφθεί ότι η συμπεριφορά ενός κατεξοχήν πολυπλόκου ανθρωπογενούς συστήματος, όπως το οικιστικό περιβάλλον, χαρακτηρίζεται από μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας. Εξαρτάται από έναν απροσδιόριστο αριθμό παραγόντων, εσωτερικών και εξωτερικών του συστήματος, οι οποίοι μεταβάλλονται διαρκώς και αλληλεπιδρούν, με αποτέλεσμα οι ιδιότητες τόσο ενός εκάστου εξ αυτών όσο και του όλου συστήματος να υπόκεινται σε συνεχή θετική και αρνητική ανατροφοδότηση από τις μεταβολές αυτές. Κατά συνέπεια, η συμπεριφορά ενός τέτοιου συστήματος δεν μπορεί να γίνει κατανοητή ούτε, πολλώ μάλλον, να προβλεφθεί με την εφαρμογή γραμμικών μοντέλων που βασίζονται σε αναλυτική λογική του τύπου: αν αίτιο Α τότε αποτέλεσμα Β (κλασσικό σχολικό παράδειγμα, ο νόμος της βαρύτητας).
Οποιαδήποτε εξωτερική παρέμβαση στο σύστημα μπορεί εξάλλου να προκαλέσει τη δημιουργία νέων, ανύπαρκτων μέχρι τότε, παραμέτρων, οι οποίες αυξάνουν την πολυπλοκότητα και τη δυσκολία μελέτης του συστήματος, καθιστώντας πρακτικά αδύνατη την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων και δη εγκαίρως, δηλαδή σε χρόνο που να επιτρέπει την άμεση διόρθωση τυχόν σφαλμάτων που, κατά πάσα πιθανότητα, έχουν εμφιλοχωρήσει κατά την πρόβλεψη της συμπεριφοράς του συστήματος.
Ακόμα λοιπόν και η απλή πιθανολόγηση της συμπεριφοράς ενός οικιστικού συστήματος το οποίο στην προκειμένη περίπτωση θα υποστεί δύο εν διαμέτρου αντίθετες και αλληλοεξουδετερούμενες εξωτερικές παρεμβάσεις (αύξηση όρων δόμησης / βιοκλιματικά κτίρια κ.λπ.), προϋποθέτει την υλοποίηση ενός πολυπαραμετρικού μοντέλου απεικόνισης και μελέτης του διαρκώς μεταβαλλόμενου, τόσο από μόνο του όσο και συνεπεία των παρεμβάσεων, πολύπλοκου οικιστικού συστήματος. Αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο και απαιτεί τη συνεργασία πολλών επιστημονικών ειδικοτήτων (στατιστική, πληροφορική, θεωρία υπολογιστών, μαθηματικά, πολεοδομία, βιολογία, οικολογία, μετεωρολογία κ.λπ.), χωρίς πάντως να διασφαλίζεται με βεβαιότητα η εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Τέτοιο μοντέλο ούτε έχει εκπονηθεί πριν από την θέσπιση των διατάξεων του ΝΟΚ ούτε δύναται να εκπονηθεί στον αναγκαίο σύντομο χρόνο που απαιτείται για την αποφυγή, σύμφωνα με τις αρχές της πρόληψης και της προφύλαξης, ανεπανόρθωτων αστοχιών και λαθών κατά την εφαρμογή των ρυθμίσεων του ΝΟΚ.
Οποιαδήποτε λοιπόν απόπειρα επιστημονικής απόδειξης των παραδοχών του ΝΟΚ θα είναι είτε παραπλανητική είτε κατάλληλα προσαρμοσμένη ώστε να δικαιολογεί τις ήδη προειλημμένες αποφάσεις του.
Στην προκειμένη περίπτωση, η απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα, αν οι ρυθμίσεις του ΝΟΚ θα ωφελήσουν ή θα βλάψουν το οικιστικό περιβάλλον, δίνεται από την κοινή πείρα, την απλή λογική και ιδίως την ακλόνητη λογική του πολεοδομικού σχεδιασμού που κατοχυρώνει το Σύνταγμα και η νομολογία του ΣτΕ. Ας μην ξεχνάμε ότι σ’ αυτή τη χώρα υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες οικισμών.
Η μεγάλη πλειοψηφία ανήκει στην κατηγορία των ήδη βεβαρημένων και υπερκορεσμένων οικισμών με απαράδεκτες συνθήκες διαβίωσης, γεγονός που σημαίνει ότι αυτοί είναι δεκτικοί μόνον αποκατάστασης. Άρα, οποιαδήποτε πολεοδομική παρέμβαση σ’ αυτούς πρέπει να συνίσταται αποκλειστικά στην ελάφρυνση των όρων δόμησης σε συνδυασμό, εφόσον είναι εφικτό, με παροχή κινήτρων (κυρίως οικονομικών και πάντως όχι πολεοδομικής επιβάρυνσης) για βελτίωση του ενεργειακού τους αποτυπώματος.
Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τις δυστυχώς ελάχιστες εκείνες οικιστικές περιοχές που κατόρθωσαν, απαρνούμενες τα πρόσκαιρα οφέλη της υπερδόμησης, να διατηρήσουν τη φυσιογνωμία τους και τους όρους δόμησης σε ανεκτό έως καλό επίπεδο. Οποιαδήποτε επιδείνωση των όρων αυτών με οποιοδήποτε πρόσχημα «για το καλό τους», είναι τουλάχιστον οξύμωρη.