Ήταν ένα ζεστό απόγευμα προς το τέλος του Μαΐου. Ο δρόμος -ο κεντρικός δρόμος της Ανακούς- δεν είχε πολύ κόσμο. Κάποιοι θαμώνες έπαιζαν τάβλι έξω από ένα καφενείο. Η γυναίκα, γύρω στα πενήντα, ψηλή και καλοφτιαγμένη αν και με φανερά τα σημάδια του χρόνου και της κούρασης, φορούσε μπλου τζιν και λευκή αμάνικη μπλούζα. Τα μαλλιά της καστανόξανθα, ατημέλητα, ανέμιζαν ελεύθερα στο ελαφρύ αεράκι. Το παιδί -έφηβος μάλλον- φορούσε βερμούδα και t-shirt και τα μαλλιά του ήταν αρκετά πιο μακριά από το κανονικό. Ασυνήθιστες φιγούρες για ένα μικρό χωριό της Καππαδοκίας, ακόμα και στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Οι θαμώνες του καφενείου γύρισαν και τους κοίταξαν. Κάποιοι περαστικοί τούς κοίταξαν κι αυτοί.
Ήταν ξένοι. Ναι, σίγουρα ήταν ξένοι!
Αυτό το βιβλίο -που γράφτηκε σε δύο φάσεις- είναι ένα παραμύθι, όπως αυτά που λένε οι γιαγιάδες στα εγγόνια τους ή και στη γειτόνισσα καμιά φορά, άλλες φορές πλατειάζοντας για τα ασήμαντα και άλλες φορές πηδώντας από θέμα σε θέμα, χωρίς σύνδεση. Είναι ένα παραμύθι -ας μου επιτραπεί η αλαζονεία- σαν τις “Χίλιες και μια νύχτες”, όπου παράλληλες ή συνεχόμενες ιστορίες μπλέκονται μεταξύ τους, γιατί η ζωή είναι πιο πολύπλοκη από τη μυθοπλασία, γιατί όλοι είναι πρωταγωνιστές στη δική τους ιστορία, αλλά κυρίως γιατί η ζωή συνεχίζεται πάντα και μετά το “ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα”… (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)