Η Βουλή των Ελλήνων, στις 24 Φεβρουαρίου 1994, αναγνώρισε επίσημα τη Γενοκτονία των Ποντίων από το τουρκικό κράτος και ψήφισε ομόφωνα τον ορισμό της 19ης Μαΐου ως Ημέρας Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου με τον νόμο 2193/1994.
Κατόπιν εισήγησης του τότε Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, η Βουλή των Ελλήνων αναγνώρισε τη γενοκτονία το 1994 και ψήφισε την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως “Ημέρας Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο”. Το 1998 η Βουλή ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 14ης Σεπτεμβρίου ως “ημέρα εθνικής μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος”.
Η Ποντιακή γενοκτονία έχει οριστεί και αναγνωριστεί από τη Διεθνή Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών (IAGS), ενώ έχει τύχει αναγνώρισης και από αρκετές διεθνείς οργανώσεις και φορείς, όπως οι Ευρωπαίοι Δημοκράτες Φοιτητές. Τέλος ψηφίσματα της Γερουσίας των ΗΠΑ κάνουν αναφορά σε γενοκτονία κατά Ελλήνων
Πρόκειται μια ημέρα, όχι μόνο μνήμης, αλλά και θλίψης, για τις ψυχές των 353.000 ανθρώπων που ζητούν δικαίωση από τη διεθνή κοινότητα.
Η άγρια εξόντωση του Ελληνισμού του Πόντου
Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου από το κίνημα των Νεότουρκων και των εθνικιστών του Κεμάλ κατά την περίοδο 1914-1923, κατέληξαν στην εξαφάνιση του ελληνικών κοινοτήτων από την περιοχή όπου διαβιούσαν επί τρεις χιλιετίες.
Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για αυτές τις πράξεις των Νεότουρκων ήταν η εκτόπιση, η εξάντληση από έκθεση σε κακουχίες, τα βασανιστήρια, η πείνα και η δίψα, οι πορείες θανάτου στην έρημο και συχνότατα οι εν ψυχρώ δολοφονίες ή εκτελέσεις. Ο αριθμός των θυμάτων σύμφωνα με τις περισσότερες Ελληνικές, αλλά και κάποιες ξένες, πηγές υπολογίζεται σε πάνω από 300.000 (το Κεντρικό Συμβούλιο Ποντίων στη Μαύρη Βίβλο του κάνει αναφορά σε 353.000 θύματα). Υπάρχουν ωστόσο και άλλες μεμονωμένες πηγές που κατεβάζουν τα θύματα σε περίπου 100 ως 150 χιλιάδες άτομα Οι επιζώντες κατέφυγαν στον Άνω Πόντο (στην ΕΣΣΔ) και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, στην Ελλάδα.
Η αρχή των φονικών γεγονότων
Τα γεγονότα αυτά πυροδοτήθηκαν από την σταδιακά αυξανόμενη ανάδυση και εντεινόμενη επίδραση του τουρκικού εθνικισμού στην πολυεθνική Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο οποίος προς τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του προηγούμενου αιώνα κατέστη κυρίαρχη ιδεολογία, αναλαμβάνοντας δια των πολιτικών εκφραστών του, την εξουσία και τον έλεγχο της αυτοκρατορίας.
Η ανάληψη της εξουσίας από τους Νεότουρκους το 1908 στην Οθωμανική Θεσσαλονίκη θεωρείται η απαρχή του για τους “συστηματικούς” και “οργανωμένους” – όπως υποστηρίζουν σύγχρονοι ιστορικοί και ερευνητές – διωγμούς, εξαντλητικές πορείες εξόντωσης, εγκλεισμούς σε τάγματα καταναγκαστικής εργασίας, λεηλασίες, βιαιότητες, σε βάρος όλων των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής. Όπως επισημαίνουν, οι ίδιοι, οι ωμότητες αυτές πραγματοποιήθηκαν σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους και σε διάφορες φάσεις, μέσα στη δεκαετία 1913-1923 και μέσα σε εμπόλεμες συνθήκες, αλλά και σε ειρηνικά μεσοδιαστήματα, στο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων είναι δύσκολο να υπολογιστεί, λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν. Ο ιστορικός Βλάσης Αγτζίδης αναφέρει:
“Οι Έλληνες σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία, πριν την έναρξη των διωγμών, σε ήταν περίπου 2 με 2.2 εκατομμύρια. Στο χώρο του Πόντου ήταν περίπου 450.000. Στην επίσημη απογραφή του 1928 καταμετρήθηκαν, ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, επισήμως, 1.2 εκατομμύρια. Υπολογίζεται ότι ο αριθμός των Ελλήνων που χάθηκαν στην περίοδο 1914-22, αυτών που αγνοείται η τύχη τους, είναι της τάξης των 700.000- 800.000, σε όλη την έκταση της οθωμανικής αυτοκρατορίας”.
Το επίσημο τουρκικό κράτος, που διαδέχθηκε την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αρνείται ότι διαπράχθηκε “γενοκτονία” εναντίον των χριστιανικών μειονοτήτων της Ανατολής τα τελευταία χρόνια ύπαρξης της αυτοκρατορίας.
“Η Τουρκική Δημοκρατία, δημιουργείται το 1923, δηλαδή μετά το τέλος των γεγονότων. Τα γεγονότα και τις γενοκτονίες τις προκάλεσε ο ακραίος τουρκικός εθνικισμός, οι Νεότουρκοι στην αρχή και ο Κεμάλ στη συνέχεια. Η σχέση του σύγχρονου τουρκικού κράτους με αυτούς που διέπραξαν τις γενοκτονίες μπορεί να μην είναι θεσμική, είναι όμως οργανική, γιατί ουσιαστικά αυτοί δημιουργούν το τουρκικό κράτος” αναφέρει ο κ. Αγτζίδης.
Ο ίδιος, ο όρος “γενοκτονία” διατυπώθηκε και ενσωματώθηκε στο διεθνές δίκαιο, μεταγενέστερα (1948) από τον Πολωνό νομομαθή Ράφαελ Λέμκιν, με σκοπό τη νομική περιγραφή “μαζικών εγκλημάτων” από κυρίαρχες εξουσίες, με προσχεδιασμό, οργάνωση, συστηματικότητα και με σκοπό “τη μεθοδευμένη εξολόθρευση, ολική, ή μερική” διαφόρων “εθνικών, φυλετικών, θρησκευτικών, ή άλλων μειονοτήτων” και έδωσε το έναυσμα για την ανάπτυξη ενός ευρύτερου επιστημονικού διαλόγου και κοινωνικού προβληματισμού.
Το αίτημα της αναγνώρισης της γενοκτονίας των Ποντίων, σύμφωνα με μελετητές των γεγονότων, είτε εξαιτίας των ελληνοτουρκικών σχέσεων, είτε και του συνεχιζόμενου επιστημονικού διαλόγου και της διαδικασίας τεκμηρίωσης, ή και των δύο, κρατήθηκε χαμηλά για δεκαετίες, ώσπου άρχισε σταδιακά να τίθεται εντονότερα από την προσφυγική “Κοινωνία των Πολιτών”, τους επιζήσαντες και τους απογόνους τους, κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα.
ΠΗΓΗ: THETOC