ΜΕ ΧΙΟΥΜΟΡ ή ΣΚΕΤΟ Νο 9: MENU Δ – Πολιτική Κουζίνα

24

Πολιτική Κουζίνα – Συνταγές επιτυχίας

MENU Δ. Πιάτο ημέρας 6 και σήμερα: Αφόδευμα παξιμάδι (μια κοινωνιολογική προσέγγιση).

Στο προηγούμενό μας άρθρο υποσχεθήκαμε να παρουσιάσουμε πως ένα από τα πλέον ιδιαίτερα ελληνικά εδέσματα αποτελεί τρανή απόδειξη, ότι είναι ο λαός μας εκείνος που εισήγαγε πρώτος την έννοια της ανακύκλωσης στη μαγειρική, μετατρέποντάς τη από τέχνη δημιουργίας σε τέχνη επιβίωσης. Το έδεσμα αυτό δεν είναι άλλο από το «αφόδευμα παξιμάδι».

Έδεσμα κλασσικό. Η προέλευσή του χάνεται στη λήθη του χρόνου. Ο λαός μας όμως, ο σταθερά επίδοξος, όσο ιδανικός κι ανάξιος συνάμα κυνηγός της προόδου του, δεν άφησε να ξεχαστεί αυτό το τόσο ιδιαίτερο παρασκεύασμα, ανακυκλώνοντας όλους τους λόγους που οδηγούν τις λαϊκές, κατά βάση μάζες, να το διατηρούν υψηλά στις επιλογές τους.

Πότε με νουθετήματα και πότε με νομοθετήματα οι άρχοντες του τόπου κατάφερναν πάντοτε να διατηρούν σταθερές τέτοιες παραδόσεις, ως αποκυήματα πραγματικών αναγκών των απλών ανθρώπων, τους οποίους φρόντιζαν ποικιλότροπα να οδηγούν στην ένδεια και να τους κρατούν εκεί, χρησιμοποιώντας με μαεστρία πολιτικού σεφ πολλών αστέρων, συντηρητικά πρόσθετα ιδιαίτερης επινόησης στα διάφορα πολιτικά τους μαγειρέματα.

Η παρασκευή του εδέσματος ξεκίνησε από την απόλυτα εμπειρική προσπάθεια επιβίωσης των φτωχών ανθρώπων. Επειδή η ανάγκη  «τέχνας κατεργάζεται», η πάροδος των χρόνων οδήγησε σε αναγωγή της μετατροπής του αφοδεύματος σε παξιμάδι, ως τέχνη υψηλής εθνικής σπουδαιότητας. Φυσικά για προδιαγραφές ποιότητας ή ασφάλειας των τροφίμων ούτε λόγος να γίνεται.

Όμως, «Η Ελλάς θέλει να ζήσει και θα ζήσει!» Όσο μπορεί κι όπως μπορεί. Και τρώει τα παιδιά της. Κι όπως τα παιδιά της τρώνε τέτοια παξιμάδια από τα οποία θα προκύψουν τα εδώδιμα παράγωγα της επόμενής τους μέρας, έτσι και η Ελλάς τρώει τα παιδιά της,κι από τη χώνευσή τους θα προκύψουν τα παράγωγα παιδιά, της επόμενης γενιάς της. Ίσως αυτό δικαιολογεί επαρκώς γιατί κατά πολλούς είμαστε «σκ@τ@ λαός».

Πως όμως ένας ολόκληρος λαός οδηγήθηκε διαχρονικά στην ανάπτυξη αυτής της ιδιότυπης τέχνης; Γιατί μετατρέπει τα αφοδεύματά του σε παξιμάδια και όχι σε άλλου είδους αρτοποιήματα; Για να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα θα πρέπει αρχικά να επισημάνουμε ένα παράδοξο που υπάρχει και που συχνά δε το αντιλαμβανόμαστε, μονίμως απασχολούμενοι με τα του εαυτού μας στη ροή της καθημερινότητάς μας.

Επειδή είναι αξιωματικά αναμφισβήτητο οτι σε θέματα υγείας δεν πρέπει να κάνουμε εκπτώσεις, έτσι δε θα πρέπει να κάνουμε εκπτώσεις και στο χαρτί υγείας. Αν όμως δεν γίνουν εκπτώσεις στο χαρτί υγείας, που είναι πλέον κι αυτό πανάκριβο εδώ που μας έχουν φτάσει οι σωτήρες μας, πως θα το αποκτήσουμε ώστε να μην οδηγηθούμε σε εκπτώσεις στα θέματα υγείας; Κι επειδή η χαρτοποιΐα εμπεριέχει και την έννοια της αρτοποιΐας, καταλαβαίνουμε τη συγγενή σχέση αυτών των δύο τεχνικών και επαγωγικά μπορούμε να οδηγηθούμε σε ασφαλές συμπέρασμα για το πως ένας ολόκληρος λαός εξοικειώθηκε διαχρονικά στην ανάπτυξη αυτής της συγκεκριμένης τεχνικής επιβίωσης.

Στο σημείο αυτό, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, σπεύδουμε να διευκρινίσουμε ότι η παρασκευή αυτού του είδους παξιμαδιού διαφέρει αρκετά από τα άλλα, τα κοινά παξιμάδια του εμπορίου. Δεν πρόκειται για παξιμάδι κρίθινο, ούτε για παξιμάδι σίτου. Πρόκειται για παξιμάδι «ασίτου», 100% βιολογικής παραγωγής του.

Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά την διαδικασία παραγωγής του, στην οποία για ευνόητους λόγους δε θα αναφερθούμε εκτενέστερα, σε περιόδους ακραίας φτώχειας και ανέχειας, όπως και σήμερα, τα παξιμάδια αυτού του τύπου, όχι μόνο δεν αντιμετωπίζονταν από τους ανθρώπους ως τρόφιμα ευτελή, αλλά αντίθετα οι αυξημένες τους ανάγκες οδηγούσαν στο να γίνουν αυτά μέχρι και στόχος κλεφτών και κάθε είδους λωποδυτών, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν αρχικά κι εκείνοι άνθρωποι που ζούσαν στο όριο της φτώχειας ή κάτω από αυτό, που άγονταν και φέρονταν μεταξύ των ορίων της κατώτατης οικονομικής και κοινωνικής υποστάθμης και οι οποίοι για λόγους επιβίωσης με κανιβαλικούς όρους, (η οποία παλαιόθεν αναφερόταν εκ των αρχόντων ως «κανονικότητα»), ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για το ποιος θα επιβιώσει και εις βάρος τίνος, όπως και σήμερα, και που σε συνθήκες έντονου ανταγωνισμού, όπως και σήμερα,  έφταναν ως και να υπεξαιρέσουν ο ένας το παξιμάδι του άλλου, όπως και σήμερα, να ζήσουν τοιουτοτρόπως παρασιτικά εις βάρος των υπολοίπων, όπως και σήμερα, μήπως καταφέρουν να αντέξουν ακόμα μια μέρα κι έτσι κατορθώσουν να ανέβουν μια, ελάχιστη έστω, οικονομικοκοινωνική βαθμίδα κάθε φορά, ευαγγελιζόμενοι ότι σκαλί το σκαλί, μέρα με τη μέρα, θα φτάσουν τελικώς να μεγαλοπιαστούν, ώστε να μπορούν να ασκούν στη συνέχεια το δικαίωμα να επαίρονται για την επιτυχία της προσωπικής τους ολοκλήρωσης, παρουσιάζοντάς τη παράλληλα ως αποτέλεσμα του ευεργετήματος της ελευθερίας εκμετάλλευσης των ευκαιριών που δίνει για ανέλιξη η αρχική κλοπή των εν λόγω παξιμαδιών των συνανθρώπων τους.

Η ιδιάζουσα αυτή κατάσταση, αποτυπώνεται περίτρανα στο παλιό ρεμπέτικο τραγούδι «ήσουνα τι ήσουνα μια παξιμαδοκλέφτρα, τώρα που σε βρήκα εγώ γυρεύεις σούρτα-φέρτα».

Η έκφραση «σούρτα-φέρτα» μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει με μια μικρή παραλλαγή, τη φράση σύνδεσης εκείνης της εποχής με τη σημερινή, ως παλλαϊκό αίτημα: Σούρτα-φέρτα πίσω ρε..! Σε 7 και σήμερα…