Χάρης Χεϊζάνογλου: Ο διαγωνισμός για το αρχαιολογικό μουσείο έγινε σε λάθος βάση, με λάθος ερώτημα.

Όλοι γνωρίζουμε πώς θα είναι το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και ο περιβάλλων χώρος του, αν πραγματοποιηθεί η επέκτασή του, όπως την παρουσίασε ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης. Πολλά ήταν τα ερωτήματα που προέκυψαν από την παρουσίαση αυτή. Αναδημοσιεύουμε την συνέντευξη για το θέμα αυτό του συνδημότη μας αρχιτέκτονα Χάρη Χεϊζάνογλου, η οποία δημοσιεύθηκε στο news247.gr

184

Πώς κρίνετε τις προδιαγραφές που έβαλε το ΥΠΠΟΑ ως κριτήρια του διαγωνισμού; Θα ιεραρχούσατε κάτι διαφορετικό ή όχι;

Ο διαγωνισμός για το αρχαιολογικό μουσείο καταδεικνύει κατά τη γνώμη μου ακόμα μια φορά το μεγάλο πρόβλημα που έχουμε στην Ελλάδα στον τρόπο με τον οποίο παράγουμε αλλά και μιλάμε για την αρχιτεκτονική, την πόλη, τον δημόσιο χώρο, τα έργα που σχεδιάζονται και μας αφορούν όλους.

Οι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί, ειδικά για τόσο μεγάλα έργα, πρέπει να γίνονται και να είναι ανοιχτοί, τα προϊόντα τους δημόσια, και να αποτελούν κομμάτι μιας ανοιχτής συζήτησης, όχι μόνο μεταξύ ειδικών αλλά μέσα στην κοινωνία. Δεν βάζω τον όρο διαβούλευση γιατί κάνει τα πράγματα πιο σύνθετα, αλλά σε κάθε περίπτωση τα έργα που στοχεύουν στην κοινωνία προϋποθέτουν τη συμμετοχή της με κάποιο τρόπο, έτσι ώστε η κοινωνία να τα θεωρήσει και δικά της.

Το ότι οι ανοιχτοί Αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί, όταν οργανώνονται σωστά μπορούν να έχουν αξιόλογα αποτελέσματα ακόμα κι όταν οργανώνονται από ιδιώτες, το ξέρουμε καλά από την εμπειρία του Rethink Athens που οργανώθηκε από το Ίδρυμα Ωνάση. Όταν λοιπόν σήμερα έρχεται το Ίδρυμα Λαιμού και σου λέει “θέλω να διαθέσω 650.000 για να κάνω έναν διαγωνισμό για το Αρχαιολογικό Μουσείο” πρακτικά έχεις την επιλογή να τους πεις ότι αυτά τα χρήματα θα πάνε για την διοργάνωση και τα βραβεία του διαγωνισμού που θα είναι ανοιχτός, ακριβώς όπως συνέβη με το Rethink Athens.

Η δημοσίευση των προτάσεων που υποβλήθηκαν στον διαγωνισμό για το Αρχαιολογικό Μουσείο καταδεικνύουν δύο πράγματα. Ότι ο διαγωνισμός έγινε σε λάθος βάση, με λάθος ερώτημα.

Αν τώρα το ίδρυμα Λαιμού σου πει ότι θέλει να φέρει 10 μεγάλα ξένα γραφεία γιατί θεωρεί ότι αυτά είναι ικανότερα να αναλάβουν μια τέτοια μελέτη, του απαντάς ότι αν θέλει μπορεί να διαθέσει αυτά τα 650 χιλιάρικα για να πληρώσει αυτά τα γραφεία και να τους δώσει κίνητρο να συμμετέχουν σε έναν ανοιχτό διαγωνισμό.

Η δημοσίευση των προτάσεων που υποβλήθηκαν στον διαγωνισμό για το Αρχαιολογικό Μουσείο καταδεικνύουν δύο πράγματα. Ότι ο διαγωνισμός έγινε σε λάθος βάση, με λάθος ερώτημα. Δεν βρίσκω πειστική την επιλογή της επέκτασης του Μουσείου στον προαύλιο χώρο του και μάλιστα με έναν τρόπο που και ο δημόσιος χώρος χάνεται, και το υπάρχον κτίριο του Μουσείου κρύβεται, και η επέκταση είναι στο μεγαλύτερο κομμάτι της υπόγεια, στερώντας από τα εκθέματα τη σχέση τους με το φυσικό φως, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό..

Εγώ θα έβαζα παραμέτρους περισσότερο μουσειολογικές στον διαγωνισμό. Γιατί ένα μουσείο δεν εκθέτει τον εαυτό του, σήμερα ένα μουσείο φτιάχνεται με στόχο να αφηγηθεί μια ιστορία και να βάλει τον επισκέπτη να συμμετέχει. Είναι περισσότερο συμμετοχικό παρά παθητικό.

Θα γίνει το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας έτσι όπως θέλουμε;

Πώς κρίνετε την πρόταση των αρχιτεκτονικών γραφείων Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ και Αλέξανδρου Τομπάζη. Θετικά, αρνητικά, πρώτες εντυπώσεις.

Προφανώς δε συζητάμε γενικά για το αν είναι καλοί οι αρχιτέκτονες. Οι συγκεκριμένοι αρχιτέκτονες είναι προφανώς αξιόλογοι. Συζητάμε συγκεκριμένα για μια αρχιτεκτονική πρόταση που αυτοί σχεδίασαν μέσα σε ένα πλαίσιο το οποίο τους δόθηκε. Το πλαίσιο αυτό περιλαμβάνει και την επιλογή της χωροθέτησης, και την παραδοχή ότι η επέκταση του Αρχαιολογικού Μουσείου μπορεί και πρέπει να γίνει στον προαύλιο χώρο του Μουσείου, πράγμα το οποίο ήταν βεβαίως μια βασική παράμετρος του διαγωνισμού, η βασικότερη.

Ο αρχιτέκτονας αυτό που κάνει είναι να προσπαθεί να λύσει το Αρχιτεκτονικό πρόβλημα που του δίνεις, μέσα στο πλαίσιο που του δίνεις, με τις παραμέτρους και τις παραδοχές που του δίνεις. Εδώ το πρόβλημα που τους δόθηκε ήταν το πώς θα δημιουργηθεί μια νέα πτέρυγα στον Δημόσιο χώρο μπροστά από το Μουσείο.

Έχοντας πλέον δει το σύνολο των προτάσεων που κατατέθηκαν στον διαγωνισμό καταλαβαίνουμε ότι η επίλυση αυτού του Αρχιτεκτονικού προβλήματος μοιραία βγάζει μια λύση, ή πιο σωστά μια οικογένεια λύσεων, η οποία κουβαλάει λίγο πολύ τις ίδιες οικογένειες προβλημάτων, ακριβώς γιατί ο ορισμός του αρχιτεκτονικού προβλήματος και το ζητούμενο του διαγωνισμού, κουβαλάει εγγενώς τις γενεσιουργές αιτίες αυτών των προβλημάτων.

Αυτό αναγκάζει τον ίδιο τον Chipperfield, να βγει στο τέλος και να πει “You cannot make an omelette without breaking eggs” (επί λέξει το είπε στον Guardian), γιατί προφανώς γνωρίζει ότι έσπασε αυγά. Βέβαια η απόφαση να σπάσει αυγά και να κάνει ομελέτα δεν ήταν ακριβώς δική του ούτε είναι ακριβώς μονόδρομος το να σπάσεις αυγά για να κάνεις ένα Μουσείο. Γίνεται μονόδρομος γιατί η πολιτική απόφαση που έχει προηγηθεί σου ζητάει να σπάσεις αυγά και να κάνεις ομελέτα. Αν η πολιτική απόφαση έλεγε να κάνεις μακαρόνια με κιμά θα έκανες μακαρόνια με κιμά.

Αυτό που εννοώ είναι ότι πριν τον διαγωνισμό, κάποιοι κάθισαν και συζήτησαν για την επέκταση, για το ποιο είναι το Αρχιτεκτονικό ερώτημα, πώς θα επεκταθεί το κτίριο, σε ποιο χώρο, και όρισαν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κλήθηκαν να επιχειρήσουν να σχεδιάσουν οι αρχιτέκτονες του διαγωνισμού.

Σε κάθε περίπτωση, εντός αυτού του πλαισίου, η πρόταση Τσίπερφιλντ ήταν μάλλον η πιο καλά εικονογραφημένη και η πιο δουλεμένη. Οι χώροι και η αρχιτεκτονική τώρα είναι κάτι το οποίο βιώνεται. Και βιώνεται από μέσα όταν υλοποιείται.

Ποια είναι και ποια θα έπρεπε να είναι η σχέση του Αρχαιολογικού Μουσείου με την πόλη;

Ο χώρος μπροστά από το Αρχαιολογικό Μουσείο, είναι ίσως από τα ελάχιστα σημεία της Αθήνας που υπάρχει μια οπτική και χωρική συνέχεια, που υπάρχει ένας δημόσιος χώρος σχεδιασμένος, στον οποίο μπορεί κανείς να κινηθεί ανεμπόδιστα. Υπάρχει πράσινο, υπάρχουν φοίνικες και είναι από τα ελάχιστα σημεία που αισθάνεσαι ότι μπορείς να σταθείς.

Δεν ξέρω αν ήταν πραγματικά αναγκαία η επιλογή του συγκεκριμένου χώρου για την υλοποίηση και εξυπηρέτηση της επέκτασης και προσωπικά δεν έχω πειστεί ότι αυτός ο χώρος είναι κατάλληλος. Εφόσον όμως αυτός ήταν ο χώρος που δόθηκε από τον διαγωνισμό, τότε ζητούμενο θα έπρεπε να είναι η διατήρηση κατά το δυνατόν της οπτικής και χωρικής συνέχειας και η επέκτασή της, ενδεχομένως προς την Τοσίτσα και σε σύνδεση με το Πολυτεχνείο, ενδεχομένως με συνολικότερες πολεοδομικές παρεμβάσεις που θα είχαν σαν πυρήνα τις δύο μεγάλες αυτές χρήσεις και τα εμβληματικά κτίρια που τις στεγάζουν.

Αν δει κανείς την συγκεκριμένη πρόταση συμβαίνει το αντίθετο. Δημιουργείται ένα σκληρό μέτωπο επί της Πατησίων, από την οποία το παλιό μουσείο δε θα φαίνεται, παρά μόνο τμηματικά και πίσω από έναν ημιδιάφανο τοίχο, και εκεί που ο δημόσιος χώρος ήταν ανοιχτός και προσβάσιμος, δηλαδή δημόσιος, θα υπάρχει ένας περίκλειστος χώρος και αυτό που θα απομείνει σε δημόσια χρήση θα είναι ένα πεζοδρόμιο τεσσάρων μέτρων.

Αυτός είναι και ο λόγος που μεγάλο μέρος της κριτικής δεν γίνεται για την επέκταση ως επέκταση, για τον αν εξυπηρετεί δηλαδή λειτουργικά τις ανάγκες του Μουσείου, αλλά εστιάζει στη σχέση της με την πόλη. Βλέποντας και τις υπόλοιπες προτάσεις να έχουν δυσκολία διαχείρισης του δημόσιου χώρου, εύκολα κανείς διαπιστώνει ότι αυτό οφείλεται στις παραμέτρους και τους χωρικούς περιορισμούς του διαγωνισμού. Σε αυτή την περίπτωση οι αρχιτέκτονες επιχειρούν να σχεδιάσουν αυτό που θεωρούν βέλτιστή λύση, αλλά αυτό που σχεδιάζουν κουβαλάει ως κληρονομιά τα προβλήματα που του φόρτωσαν οι περιορισμοί του διαγωνισμού.

Πώς σχολιάζετε την κατάσταση της αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα και τα όσα ακούστηκαν για την έλλειψη διακρίσεων των Ελλήνων αρχιτεκτόνων; Γιατί στα μεγάλα εμβληματικά δημόσια έργα σπάνια βλέπουμε Έλληνες αρχιτέκτονες;

Δε βλέπουμε σπάνια Έλληνες αρχιτέκτονες. Απλώς δεν βλέπουμε νέους και δεν βλέπουμε μικρά γραφεία. Βλέπουμε συγκεκριμένα μεγάλα γραφεία τα οποία είτε επιλέγονται για κλειστούς διαγωνισμούς όπως ο συγκεκριμένος, είτε έχουν τη δυνατότητα να διαθέσουν τους απαιτούμενους πόρους, ανθρώπινους και οικονομικούς, για να σηκώσουν το βάρος ενός μεγάλου ανοιχτού διαγωνισμού και ενός μεγάλου έργου.

Τα μικρότερα γραφεία δεν μπορούν πλέον να το κάνουν αυτό. Οι διαγωνισμοί έχουν κόστος και απαιτούν χρόνο (ο οποίος επίσης είναι κόστος). Αυτό, σε συνδυασμό με την απαξίωση των ανοιχτών διαγωνισμών, την στροφή σε απευθείας αναθέσεις και σε κλειστούς διαγωνισμούς μέσω χορηγικών συμφωνιών, γεννά και δυσπιστία και απογοήτευση, ειδικά στους νεότερους οι οποίοι πλέον δεν έχουν καν την ευκαιρία να συμμετέχουν σε έναν διαγωνισμό και να αποτύχουν, έχοντας όμως αποκομίσει την εμπειρία.

  • Ο Χάρης Χεϊζάνογλου είναι Αρχιτέκτων Μηχανικός του ΑΠΘ και ιδρυτής του Loom Design.

 

ΠΗΓΗnews247.gr