Η ακραία φτώχεια μπορεί να είναι παρελθόν έως το 2050 – Νίκος Κυριακίδης

Μια επίκαιρη ελπιδοφόρα μελέτη από το Κέντρο για την Παγκόσμια Ανάπτυξη υποστηρίζει πως το τέλος της ακραίας φτώχειας στον κόσμο είναι εφικτό

19

 

του Νίκου Κυριακίδη*

Σε μια εποχή όχι τόσο μακρινή στον ιστορικό χρόνο, πριν από δύο αιώνες περίπου, η πλειονότητα του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσε σε συνθήκες εξαιρετικής φτώχειας. Η κυρίαρχη πεποίθηση τότε ήταν ότι η φτώχεια είναι αναπόφευκτη, ότι αποτελεί συστατικό στοιχείο του κόσμου.

Στον αιώνα που μεσολάβησε μεταξύ 1760 και 1860, η τεχνολογική πρόοδος, η διάδοση της εκπαίδευσης, η ανεμπόδιστη άντληση πόρων από τις αποικίες και η συσσώρευση κεφαλαίου μετέτρεψαν την Αγγλία σε κοιτίδα της Βιομηχανικής Επανάστασης, με συνέπειες που επηρέασαν καθοριστικά τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο.

Οι ιστορικοί συμφωνούν ότι η Βιομηχανική Επανάσταση ήταν ένα από τα κομβικά γεγονότα που σηματοδότησαν την ταχεία μετάβαση στη σύγχρονη καπιταλιστική εποχή, αλλά διαφωνούν έντονα σε σχέση με πολλές πτυχές αυτής της μετάβασης.

Από όλες τις διαφωνίες τους η αρχαιότερη έχει να κάνει με το πώς η Βιομηχανική Επανάσταση επηρέασε τους ανθρώπους που ήταν ήδη φτωχοί, με το πώς οι νέες συνθήκες στην παραγωγή μετέτρεψαν το προλεταριάτο της υπαίθρου σε εργατική τάξη των πόλεων. Οι πεσιμιστές υποστηρίζουν ότι το βιοτικό επίπεδο των απλών ανθρώπων συρρικνώθηκε, οι αισιόδοξοι επιμένουν ότι βελτιώθηκε.

Από την εξαθλίωση στη μεσαία τάξη

Μεταπολεμικά η μεθοδευμένη άμβλυνση του ταξικού χάσματος και το νέο «κοινωνικό συμβόλαιο» που οριοθέτησε η άτυπη συνθηκολόγηση κεφαλαίου-εργατικής τάξης στον δυτικό κόσμο, οι πολιτικές κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία και τα κοινωνικά και φιλεργατικά μέτρα που θεσπίστηκαν οδήγησαν στη σημαντικότερη, έκτοτε, μεταβολή του κοινωνικοοικονομικού τοπίου στις καπιταλιστικές κοινωνίες, την ανάδυση της μεσαίας τάξης.

Ταυτόχρονα, στις σοσιαλιστικές χώρες η θεαματική κοινωνικοοικονομική πρόοδος που συντελέστηκε με τη ραγδαία εκβιομηχάνιση και το νέο πολιτικό πλαίσιο εγγύησης και προστασίας της εργασίας, της Παιδείας, της Υγείας, της στέγης, της κοινωνικής μέριμνας έδειξαν και απέδειξαν ότι η φτώχεια δεν είναι μια ανίατη πάθηση της ανθρώπινης κοινωνίας.

Ακόμη και σήμερα, 648 εκατομμύρια άνθρωποι, δηλαδή περίπου το 8% του παγκόσμιου πληθυσμού, ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, πράγμα που σημαίνει ότι επιβιώνουν με περίπου 2 ευρώ την ημέρα. Η ακραία φτώχεια, σύμφωνα με τον ορισμό των Ηνωμένων Εθνών, είναι «η κατάσταση που χαρακτηρίζεται από σοβαρή στέρηση ικανοποίησης βασικών ανθρώπινων αναγκών, συμπεριλαμβανομένων της τροφής, του ασφαλούς πόσιμου νερού, των εγκαταστάσεων υγιεινής, των υπηρεσιών Υγείας, στέγης, εκπαίδευσης και πληροφόρησης, και η οποία δεν εξαρτάται μόνο από το εισόδημα αλλά και από την πρόσβαση σε υπηρεσίες».

Μια τελευταία ελπιδοφόρα μελέτη από το Κέντρο για την Παγκόσμια

Ανάπτυξη (CGD) υποστηρίζει πως το τέλος της ακραίας φτώχειας στον κόσμο είναι εφικτό μέχρι το 2050, υπό την προϋπόθεση ότι η οικονομική ανάπτυξη θα συνεχιστεί στις χώρες χαμηλού εισοδήματος. Αν και η πανδημία φρέναρε την πρόοδο στον αγώνα κατά της φτώχειας και δημιούργησε πρόσθετες προκλήσεις, οι ειδικοί λένε ότι η ζημιά μπορεί τελικά να έχει περιορισμένο αντίκτυπο.

Μια επίκαιρη ελπιδοφόρα μελέτη από το Κέντρο για την Παγκόσμια Ανάπτυξη υποστηρίζει πως το τέλος της ακραίας φτώχειας στον κόσμο είναι εφικτό

Ελπιδοφόρες προβλέψεις

Σύμφωνα με τις προβλέψεις, το ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού που ζει σε ακραία φτώχεια θα πέσει κάτω από το 2% έως το 2050, από περίπου 8% που είναι σήμερα. Στην Αφρική, που έχει το υψηλότερο ποσοστό, θα πέσει στο 7%, από 29% σήμερα. Περισσότερα από τα δύο τρίτα του κόσμου θα μπορούν να ζουν με περισσότερα από 10 δολάρια την ημέρα μέχρι το 2050, από περίπου 42% σήμερα.

Οι συγγραφείς της μελέτης προβλέπουν πολύ πιο αργή ανάπτυξη στις χώρες υψηλού εισοδήματος τις επόμενες δύο δεκαετίες, με το κατά

κεφαλήν ΑΕΠ να αυξάνεται μόνο κατά περίπου 20% σε σχέση με τα επίπεδα του 2019, ενώ αντίθετα θα διπλασιαστεί στις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος.

Ο εκ των συντακτών της μελέτης και ανώτερος συνεργάτης του CGD Τσαρλς Κένι δήλωσε στον Guardian ότι οι μακροπρόθεσμες προβλέψεις για το μέλλον των οικονομιών είναι χρήσιμες επειδή μας βοηθούν να σκεφτούμε πώς θα μπορούσαν να φαίνονται στο μέλλον ζητήματα όπως η φτώχεια ή οι στρατιωτικές δαπάνες και να προσαρμόσουμε καταλλήλως την πολιτική συζήτηση.

Σε κάθε περίπτωση, οι πλούσιοι είναι πάλι εκείνοι που κρατούν το κλειδί της εξέλιξης στα χέρια τους. «Αν κοιτάξετε πού βρίσκονται οι δημογραφικές τάσεις, όλα φαίνονται πολύ θετικά για τις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος στο σύνολό τους. Επομένως, είμαι πιο αισιόδοξος γι’ αυτούς, με την επιφύλαξη ότι ένα μέρος αυτής της προόδου εξαρτάται από το τι θα κάνουν οι πλούσιες χώρες» σημειώνει ο αναλυτής.

*Του Νίκου Κυριακίδη – Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΑΥΓΗ 14/3/23