100 χρόνια από τη συνθήκη της Λωζάνης και την ανταλλαγή πληθυσμών

79
Η Συνθήκη της Λωζάνης είναι μια  συμφωνία που ρυθμίζει και ζητήματα ανταλλαγής Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών Η συνθήκη επίσης ορίζει ουσιαστικά τα σύνορα της σύγχρονης Τουρκίας κατά την μετεξέλιξη της από Οθωμανική Αυτοκρατορία σε κράτος. Υπογράφηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας στις 24 Ιουλίου 1923 από την Ελλάδα, την Τουρκία και τις άλλες χώρες που πολέμησαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την Μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922) και συμμετείχαν στην Συνθήκη των Σεβρών συμπεριλαμβανομένης και της Σοβιετικής Ένωσης.
 
Συμβαλλόμενοι ήταν από τη μια πλευρά η νεότευκτη κυβέρνηση της Μεγάλης Εθνοσυνελεύσεως της Τουρκίας (που έρχεται να αντικαταστήσει την παραπαίουσα εδώ και δεκαετίες Οθωμανική Αυτοκρατορία) και από την άλλη επτά χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας· οι υπόλοιπες ήταν η Βρετανική Αυτοκρατορία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ιαπωνία, η Ρουμανία και το τότε Σερβο-κροατικό-σλοβενικό κράτος. «Φιλική» συμμετοχή είχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Σοβιετική Ενωση και η Βουλγαρία. Επίσης, η Συνθήκη απαρτίζεται από το βασικό κείμενο συν άλλες 17 εξίσου σημαντικές συμβάσεις, πρωτόκολλα και δηλώσεις, κάποιες εκ των οποίων οριστικοποιήθηκαν πολύ πριν από το καλοκαίρι. Η υπογραφείσα συνθήκη ήταν το αποτέλεσμα της σχετικής διάσκεψης που ξεκίνησε στις 7 Νοεμβρίου 1922 μεταξύ των προαναφερομένων μελών. Στο κείμενο της Συνθήκης συμπεριλαμβάνεται και η Σύμβαση της Λωζάνης που  αποτελεί συντομότερο κείμενο και υπογράφηκε νωρίτερα, στις 30 Ιανουαρίου 1923.
 

Ένα σημείο διαφωνίας ήταν η καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων από την Ελλάδα, κάτι για το οποίο η τελευταία δήλωνε αδυναμία. Τελικά η Τουρκία δέχθηκε να της αποδοθεί το τρίγωνο του Κάραγατς στη Θράκη, γνωστό και ως Παλαιά Ορεστιάδα, αντί αποζημιώσεων. Τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος παραχωρήθηκαν στην Τουρκία με τον όρο ότι θα διοικούνταν με ευνοϊκούς όρους για τους Έλληνες (το 1926 η τουρκική κυβέρνηση ακύρωσε με νόμο αυτή τη διάταξη). Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχασε την ιδιότητα του Εθνάρχη και το Πατριαρχείο τέθηκε υπό ειδικό διεθνές νομικό καθεστώς.
Σε αντάλλαγμα, η Τουρκία παραιτήθηκε από όλες τις διεκδικήσεις για τις παλιές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκτός των συνόρων της και εγγυήθηκε τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Τουρκία. Με ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών από τις δύο χώρες και η αποστρατικοποίηση («μη εγκατάσταση ναυτικής βάσεως») κάποιων νησιών του Αιγαίου (Λήμνος, Σαμοθράκη, Σάμος, Χίος, Λέσβος, Ικαρία). 

Στη Μακρόνησο αμερικανικός υγειονομικός σταθμός (καραντίνα) για πρόσφυγες από τον Πόντο:

Μεταξύ των ανταλλάξιμων περιελαμβάνονταν επίσης οι Έλληνες του Πόντου, αλλά και τουρκόφωνοι Έλληνες, όπως τουρκόφωνοι Πόντιοι και Καραμανλήδες, καθώς και ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, όπως Τουρκοκρητικοί και Βαλαάδες της Δυτικής Μακεδονίας. Μαζί με τους Έλληνες, πέρασε στην Ελλάδα και αριθμός Αρμενίων και Συροχαλδαίων. Εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή οι Ρωμιοί κάτοικοι της νομαρχίας της Κωνσταντινούπολης (οι 125.000 μόνιμοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηπονήσων και των περιχώρων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι πριν από τις 30 Οκτωβρίου του 1918) και οι κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου (6.000 κάτοικοι), ενώ στην Ελλάδα παρέμειναν 110.000 Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.
Επιπλέον, βάσει του άρθρου 23, η Τουρκία απεμπόλησε πλήρως τα κυριαρχικά της δικαιώματα επί της Κύπρου…

«Ενάµισυ εκατοµµύριο πεινασµένα στόµατα… Ενάµισυ εκατοµµύριο φτηνά χέρια… Ενάµισυ εκατοµµύριο διψασµένοι άνθρωποι για δουλειά, … τριγυρνούσαν στους δρόµους της Ελλάδας µε τα χέρια στις τσέπες της ανέχειας!… Και τα “εγγειοβελτιωτικά έργα και η αποξήρανσις των ελών” κουδούνιζαν σε κάθε εκλογική περίοδο, το ίδιο κούφια κι άκαρπα, όπως και η “αστική αποκατάστασις των προσφύγων”… »

(Διδώ Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν)

 
 
 
 
 

πηγές: