Λουκιανός Κηλαηδόνης, ο εμπνευσμένος τραγουδοποιός

34

Του Μιχάλη Χαραλαμπάκη

Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης γεννήθηκε στις 15 Ιουλίου του 1943 και ταξίδεψε μακρυά μας τα ξημερώματα μιας Τρίτης, σαν χθες (7/2/2017).
Σπούδασε στο Λεόντειο Λύκειο Πατησίων και κατόπιν Αρχιτεκτονική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, καθώς και στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, χωρίς ποτέ να ασκήσει αυτό το επάγγελμα. 
Η καλλιτεχνική καριέρα του Λουκιανού Κηλαηδόνη ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν γράφει τη μουσική για τη θεατρική παράσταση του έργου της Κωστούλας Μητροπούλου «Η Πόλη μας». Τα τραγούδια, στον ομότιτλο δίσκο που κυκλοφόρησε, ερμηνεύουν η Βίκυ Μοσχολιού και ο Μανώλης Μητσιάς. Συνεχίζει παραγωγικότατος με πολλά τραγούδια και περισσότερη μουσική.  Όλοι έχουμε τραγουδήσει το: «Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόη», “Μια μέρα μιας Μαίρης (Είμαι η Μαίρη Παναγιωταρά)”, “Ο ύμνος των μαύρων σκυλιών”,  «Αρχίζει το ματς», “Αχ Ρίτα”, “Θα κάτσω σπίτι”,  “Η παρέα”, “Ο μικρός Ήρωας”,” Όσο αγαπιόμαστε τα δυο”,  “Τα θερινά τα σινεμά”,  “Το πάρτι”, το ” Πού βαδίζουμε κύριοι; ” (με τα ατέλειωτα ερωτικά μπερδέματα και την αξιοθαύμαστης ικανότητας απομνημόνευση των τόσων ονομάτων στα ζευγαρώματα),  κ.α. πολλά. 

*   *   *

Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης ήταν ένας τραγουδοποιός με όλη τη σημασία της λέξης. Ένας χαρισματικός τροβαδούρος, ένας πολυτάλαντος δημιουργός, συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής, με κοινωνικές και πολιτικές ανησυχίες που αποτυπώνονταν στα τραγούδια του, στις συνεργασίες του και στους τρόπους που διάλεγε για να συναντήσει το κοινό του.
Αρκεί να θυμηθούμε τα “Μικροαστικά” του ’73, τα “Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας” του ’75, τη συνεργασία του με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο (είχε γράψει τη μουσική για τις ταινίες “ο Θίασος” και “οι Κυνηγοί”), με τον Παντελή Βούλγαρη (έγραψε τη μουσική για την ταινία “Ελευθέριος Βενιζέλος”), ή τον Βασίλη Αλεξάκη (έγραψε τη μουσική για την ταινία “Οι Αθηναίοι”), αλλά και το θρυλικό πάρτι στη Βουλιαγμένη το 1983 που κατέβασε 80.000 – 100.000 κόσμο στην παραλία ή και το πρώτο ελληνικό λαϊκό μιούζικαλ που έστησε στο θέατρο Λυκαβηττού το 1993 με το “Αχ! Πατρίδα μου γλυκιά”»! 
Ο Λουκιανός ήταν η νοσταλγία. Η νοσταλγία για άλλες αξίες και για την ουσία των πραγμάτων, και μέσα από αυτήν (μέσα από τα παλιά τα Σινεμά, τον Μικρό Ήρωα) και με το μοναδικό του χιούμορ έκανε παράλληλα και την κριτική του στην κοινωνία της κατανάλωσης. Ήταν συνειδητά ο “φτωχός και μόνος καουμπόη” του ελληνικού τραγουδιού (με όπλο την κιθάρα του),  που δεν θέλησε να γίνει -και δεν έγινε- κομμάτι του συστήματος και κράτησε αποστάσεις από τη βιομηχανία του τραγουδιού.

“Μιλούσε” -και ήταν αγαπητός- στο ροκ κοινό, αλλά και στους πιστούς του αυθεντικού λαϊκού τραγουδιού. Ήταν, όμως, και ο ατμοσφαιρικός συνθέτης του “Μedia Luz” (Ορχηστρικό – είναι η μουσική για ένα υποθετικό film noir) και της μουσικής του “Θιάσου” (Θυμηθείτε το χαρακτηριστικό ηχητικό μοτίβο της ταινίας, το  Γιαξεμπόρε “ – που στη γλώσσα των μπουλουκιών θα πει «για σου αμόρε»).  Και στα τραγούδια του μπορούσαν να συγκατοικούν, σ΄ ένα πάρτι προσωπικοτήτων της τέχνης, του πνεύματος, της ροκιάς και της αναμελιάς, ο Φελίνι και ο Μπαχ, ο Σαββόπουλος και ο Τσιτσάνης, ο Μάρκος και ο Σινάτρα, ο Βέγγος και ο Σεφέρης, ο Πρίσλευ και ο Μπρεχτ, ο Πικάσο και ο Ζορό, οι παιδικοί ήρωες και οι μεγάλοι καλλιτέχνες, «όλοι σ’ ένα βαθύ μπουντρούμι – μ’ ένα μπουκάλι ρούμι».

Ο Λουκιανός ήταν ένα σημείο αναφοράς στην πολιτιστική μας ζωή που ένωνε διαφορετικούς ανθρώπους, διαφορετικές τάσεις και ηλικίες.

‘Όπως είχε δηλώσει ο Μίκης Θεοδωράκης, «Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης ξεχώριζε για την ευγένεια και την γλυκύτητα του χαρακτήρα του, για την πρωτοτυπία της μουσικής του έμπνευσης και την μοναδικότητα της ερμηνείας των τραγουδιών του. Ήταν ένα φαινόμενο ζωής, χαράς και αγάπης, που πλούτισε την μουσική μας και την ζωή μας με φως».

*   *   *

Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης ταξίδεψε τα ξημερώματα μιας Τρίτης (7/2/2017) μετά από βραχεία νοσηλεία σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, λόγω προχωρημένου σταδίου καρδιακής ανεπάρκειας, όπως ανέφερε το ιατρικό ανακοινωθέν.

Για το ταξίδι αυτό, ο «φτωχός και μόνος καουμπόι» ανέβηκε στο άλογό του, κρέμασε την κιθάρα του στον ώμο,  είπε το “πάμε Ντόλυ”, κι έφυγε για πάντα προς το ηλιοβασίλεμα.

Το «Πάρτυ στη Βουλιαγμένη» μπορεί να τελείωσε, ο φίλος μας ο Λουκιανός, ο τροβαδούρος της νιότης μας, μπορεί να μας άφησε, αλλά εμείς δεν τον αφήνουμε και το έργο του θα μας συντροφεύει για πάντα. Σαν αγιόκλημα και γιασεμί τις καλοκαιρινές νύχτες με φεγγάρι.

Ας τον θυμόμαστε κι εμείς για πάντα, γιατί αξίζει τη θύμησή μας και γιατί έτσι δεν θα ξεχνάμε ποτέ  “τα καλλίτερά μας χρόνια”, δεν θα ξεχνάμε ποτέ τη νιότη μας!